Anonymous

κύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύπτω''': μέλλ. κύψω: ἀόρ. ἔκυψα: πρκμ. κέκῡφα· πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συγ-, ὑπερ-, ὑπο-[[κύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΚΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς κέκυφα, κυφός, κῦφος, καὶ [[ἴσως]] [[ὑβός]]· πρβλ. Λατ. cub-o, cum-bo, in-cumb-o). Κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, «σκύφτω», [[πλευρά]], τά οἱ κύψαντι παρ’ ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Ἰλ. Δ. 468· ἔλαβεν... κύψας ἐκ πεδίοιο Ρ. 621, πρβλ. Φ. 69· [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψειε [[γέρων]] πίνειν μενεαίνων κτλ. Ὀδ. Λ. 585· κ. ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 3. 14, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 349· κ. [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 279· κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Πλάτ. Πολ. 586Α· [[χαμᾶζε]] Πλουτ. Ἀντών. 45· [[συχνάκις]] κατ’ ἀόρ. μετοχ. μετ’ ἄλλου ῥήμ., θέει κύψας, τρέχει μὲ τὴν κεφαλὴν κεκυφυῖαν, δηλ. [[μετὰ]] μεγίστης ταχύτητος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1091· [[οὕτως]], ὁμόσ’ [[εἶμι]] κύψας ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 863· ἐς τὴν γῆν κύψασα [[κάτω]] βαδίζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 349· κύψας ἐσθίει, τρώγει «σκυφτά», δηλ. ἀπλήστως, ἀδηφάγως, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 33· κύψαντες διεφρόντιζον Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 23. 2) [[καταβιβάζω]] τὴν κεφαλὴν ἐξ αἰσχύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θεσμ. 930· ἢ ἐκ θλίψεως, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· ἢ [[ἕνεκα]] σκέψεων, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 21. 3) κάμπτομαι ὑπὸ [[φορτίον]] τι, Δημ. 332, 12. 4) παρ’ Ἀρχιλ. 32, κῦψαι = ἀπάγξασθαι, πρβλ. Ἡσύχ., Φωτ. 5) ἐπὶ ζῴων, εἶμαι κεκυφὼς πρὸς τὰ ἐμπρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 11· οὕτω, [[κέρεα]] κεκυφότα ἐς τὸ [[ἔμπροσθεν]], κέρατα κεκαμμένα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπί τινων Ἀφρικανικῶν βοῶν, Ἡρόδ. 4. 183· ἐπὴν ὁ [[στόμαχος]] τῆς ὑστέρης κεκύφῃ Ἱππ. 677. 33. ΙΙ. μεταβ., [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ ἐμπρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
|lstext='''κύπτω''': μέλλ. κύψω: ἀόρ. ἔκυψα: πρκμ. κέκῡφα· πρβλ. ἀνα-, ἐπι-, κατα-, παρα-, συγ-, ὑπερ-, ὑπο-[[κύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΚΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τοῖς κέκυφα, κυφός, κῦφος, καὶ [[ἴσως]] [[ὑβός]]· πρβλ. Λατ. cub-o, cum-bo, in-cumb-o). Κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, «σκύφτω», [[πλευρά]], τά οἱ κύψαντι παρ’ ἀσπίδος ἐξεφαάνθη Ἰλ. Δ. 468· ἔλαβεν... κύψας ἐκ πεδίοιο Ρ. 621, πρβλ. Φ. 69· [[ὁσσάκι]] γὰρ κύψειε [[γέρων]] πίνειν μενεαίνων κτλ. Ὀδ. Λ. 585· κ. ἐς τὴν γῆν Ἡρόδ. 3. 14, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 349· κ. [[κάτω]] ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 279· κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας Πλάτ. Πολ. 586Α· [[χαμᾶζε]] Πλουτ. Ἀντών. 45· [[συχνάκις]] κατ’ ἀόρ. μετοχ. μετ’ ἄλλου ῥήμ., θέει κύψας, τρέχει μὲ τὴν κεφαλὴν κεκυφυῖαν, δηλ. μετὰ μεγίστης ταχύτητος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1091· [[οὕτως]], ὁμόσ’ [[εἶμι]] κύψας ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 863· ἐς τὴν γῆν κύψασα [[κάτω]] βαδίζει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπάσ. 349· κύψας ἐσθίει, τρώγει «σκυφτά», δηλ. ἀπλήστως, ἀδηφάγως, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 33· κύψαντες διεφρόντιζον Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 23. 2) [[καταβιβάζω]] τὴν κεφαλὴν ἐξ αἰσχύνης, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θεσμ. 930· ἢ ἐκ θλίψεως, Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· ἢ [[ἕνεκα]] σκέψεων, Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 21. 3) κάμπτομαι ὑπὸ [[φορτίον]] τι, Δημ. 332, 12. 4) παρ’ Ἀρχιλ. 32, κῦψαι = ἀπάγξασθαι, πρβλ. Ἡσύχ., Φωτ. 5) ἐπὶ ζῴων, εἶμαι κεκυφὼς πρὸς τὰ ἐμπρός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ὀρθίαν στάσιν τοῦ ἀνθρώπου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 11· οὕτω, [[κέρεα]] κεκυφότα ἐς τὸ [[ἔμπροσθεν]], κέρατα κεκαμμένα πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπί τινων Ἀφρικανικῶν βοῶν, Ἡρόδ. 4. 183· ἐπὴν ὁ [[στόμαχος]] τῆς ὑστέρης κεκύφῃ Ἱππ. 677. 33. ΙΙ. μεταβ., [[κλίνω]] τι πρὸς τὰ ἐμπρός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.
}}
}}
{{bailly
{{bailly