Anonymous

κύπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κύπτω]])<br />[[κλίνω]] το [[κεφάλι]] ή και το [[σώμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[κάτω]], [[γέρνω]], [[σκύβω]], [[καμπουριάζω]] (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί του λίκνου», Παπαδ.<br />β. «[[κάτω]] ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «δεν [[κύπτω]] τον αυχένα» — δεν [[υποκύπτω]], δεν υποτάσσομαι<br />β) «έκυψε υπό το [[βάρος]] τών ετών» — γέρασε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκύβω]] το [[κεφάλι]] από [[ντροπή]], από [[θλίψη]] ή από σκέψεις<br /><b>2.</b> κάμπτομαι από το [[φορτίο]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) έχω οριζόντια [[στάση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την όρθια [[στάση]] του ανθρώπου («διὰ τὸ μὴ ὀρθὰ [[εἶναι]] τὰ ζῷα, ἀλλὰ κύπτειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔκυψεν<br />ἀπήγξατο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κύπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυφ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κυφ</i>-<i>α</i>, <i>κυφ</i>-<i>ός</i>), με [[τροπή]] του διαρκούς -<i>φ</i>- σε κλειστό -<i>π</i>-, <span style="color: red;"><</span> <i>ku</i>-<i>bh</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του IE <i>keu</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένης (με χειλικό -<i>bh</i>-) μορφής της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], [[σκύβω]], [[υποκλίνομαι]]». Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kakubh</i>- «[[καμπούρα]], [[αιχμή]]», λιθουαν. <i>kupra</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hovar</i> «[[καμπούρα]], [[κορυφή]]». Ο τ. [[κυφός]] αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>kubhra</i>- «κυρτωμένος [[ταύρος]]», <i>kubja</i>- «[[κυρτός]], καμπουριασμένος», ενώ η απευθείας [[σύνδεση]] της λ. [[κῦφος]] (τὸ) με αβεστ. <i>ka</i><i>ō</i><i>fa</i>- «[[βουνό]], [[καμπούρα]]» δεν φαίνεται πειστική, [[επειδή]] η λ. [[κῦφος]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο της λ. [[κυφός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακύπτω]], [[προκύπτω]], [[υποκύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικύπτω</i>, <i>αποκύπτω</i>, [[διακύπτω]], [[διανακύπτω]], [[διεκκύπτω]], [[εγκύπτω]], <i>εισκύπτω</i>, [[εκκύπτω]], [[επανακύπτω]], [[επικύπτω]], [[κατακύπτω]], [[κατεπικύπτω]], [[ορκύπτω]], [[παρακύπτω]], [[παρανακύπτω]], [[προσανακύπτω]], [[προσκύπτω]], [[συγκύπτω]], [[συμπαρακύπτω]], [[συνανακύπτω]], [[συνδιεκκύπτω]], [[υπερκύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προανακύπτω]].
|mltxt=(AM [[κύπτω]])<br />[[κλίνω]] το [[κεφάλι]] ή και το [[σώμα]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[κάτω]], [[γέρνω]], [[σκύβω]], [[καμπουριάζω]] (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί του λίκνου», Παπαδ.<br />β. «[[κάτω]] ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «δεν [[κύπτω]] τον αυχένα» — δεν [[υποκύπτω]], δεν υποτάσσομαι<br />β) «έκυψε υπό το [[βάρος]] τών ετών» — γέρασε<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκύβω]] το [[κεφάλι]] από [[ντροπή]], από [[θλίψη]] ή από σκέψεις<br /><b>2.</b> κάμπτομαι από το [[φορτίο]]<br /><b>3.</b> (για ζώα) έχω οριζόντια [[στάση]], σε [[αντιδιαστολή]] με την όρθια [[στάση]] του ανθρώπου («διὰ τὸ μὴ ὀρθὰ [[εἶναι]] τὰ ζῷα, ἀλλὰ κύπτειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔκυψεν<br />ἀπήγξατο».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κύπ</i>-<i>τω</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυφ</i>- ([[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κυφ</i>-<i>α</i>, <i>κυφ</i>-<i>ός</i>), με [[τροπή]] του διαρκούς -<i>φ</i>- σε κλειστό -<i>π</i>-, <span style="color: red;"><</span> <i>ku</i>-<i>bh</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του IE <i>keu</i>-<i>bh</i>-, παρεκτεταμένης (με χειλικό -<i>bh</i>-) μορφής της ΙΕ ρίζας <i>keu</i>- «[[κάμπτω]], [[σκύβω]], [[υποκλίνομαι]]». Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. <i>kakubh</i>- «[[καμπούρα]], [[αιχμή]]», λιθουαν. <i>kupra</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>hovar</i> «[[καμπούρα]], [[κορυφή]]». Ο τ. [[κυφός]] αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>kubhra</i>- «κυρτωμένος [[ταύρος]]», <i>kubja</i>- «[[κυρτός]], καμπουριασμένος», ενώ η απευθείας [[σύνδεση]] της λ. [[κῦφος]] (τὸ) με αβεστ. <i>ka</i><i>ō</i><i>fa</i>- «[[βουνό]], [[καμπούρα]]» δεν φαίνεται πειστική, [[επειδή]] η λ. [[κῦφος]] [[είναι]] μετονοματικό παράγωγο της λ. [[κυφός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακύπτω]], [[προκύπτω]], [[υποκύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικύπτω</i>, <i>αποκύπτω</i>, [[διακύπτω]], [[διανακύπτω]], [[διεκκύπτω]], [[εγκύπτω]], <i>εισκύπτω</i>, [[εκκύπτω]], [[επανακύπτω]], [[επικύπτω]], [[κατακύπτω]], [[κατεπικύπτω]], [[ορκύπτω]], [[παρακύπτω]], [[παρανακύπτω]], [[προσανακύπτω]], [[προσκύπτω]], [[συγκύπτω]], [[συμπαρακύπτω]], [[συνανακύπτω]], [[συνδιεκκύπτω]], [[υπερκύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προανακύπτω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm