Anonymous

μεταπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταπρέπω''': [[διαπρέπω]] μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, [[μετὰ]] δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, [[ταῦρος]] μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ [[μεταπρέπω]], διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν [[εἶδος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
|lstext='''μεταπρέπω''': [[διαπρέπω]] μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, [[ταῦρος]] μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ [[μεταπρέπω]], διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν [[εἶδος]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».
}}
}}
{{bailly
{{bailly