μανθάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μανθάνω''': μέλλ. μᾰθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 926, Σοφ. Αἴ. 667, Ο. Κ. 1527, Πλάτ., κτλ.· Δωρ. μᾰθεῦμαι Θεόκρ. 11. 60· - ἀόρ. ἔμᾰθον, Πινδ. Ν. 7. 26, καὶ Ἀττ. Ἐπικ. μάθον (ἴδε κατωτ.)· - πρκμ. μεμάθηκα Ἐμπεδ. 70, Ἀριστοφ. Νεφ. 1148, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐμεμαθήκη Πλάτ. Εὐθύφρων 14C, γ΄ ἑνικ. μεμαθήκει ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 86Α· - Παθ., εὔχρηστον παρὰ δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ.· παθ. πρκμ. μετοχ. μεμαθημένος = μεμαθηκώς, Αἴσωπ. 421. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τοὺς Ἐπικ. τοῦ ἀορ. τύπους, μάθον, ἔμμαθες, ἔμμαθε. (Ἐκ τῆς √ΜΑΘ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. μάθος, μάθημα, κτλ.· ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω). Μανθάνω, κοινῶς: «μαθαίνω», ἰδίως δι’ ἐρεύνης καὶ ἐξετάσεως· καὶ ἐν τῷ ἀορ., ἔχω μάθει, δηλ. ἐννοῶ, [[γνωρίζω]] (ὅρα τὸν ὁρισμὸν ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 277Ε κἑξ.), ἔργα κάκ’ ἔμαθεν Ὀδ. Ρ. 226., Σ. 362· μετ’ ἀπαρ., μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς Ἰλ. Ζ. 444· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ κοινὸν παρ’ Ἀττ., ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· ταλάντου τοῦτ’ ἔμαθεν, μὲ ἓν [[τάλαντον]] ἔμαθε τοῦτο, Ἀριστοφ. Νεφ. 876· οἱ μανθάνοντες, οἱ μαθηταί, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17· μ. τὰ Ὁμήρου ἔπη, ἀποστηθίζειν αὐτά, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 3, 5· - μ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Πινδ. Π. 3. 143, Αἰσχύλ. Πρ. 701, Σοφ. Ο. Τ. 575, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τι ἔκ τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 352, Πλάτ., κτλ.· [[παρά]] τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 858, Σοφ., κτλ.· [[παρά]] τινος ὅτι... Ἰσοκρ. 172D· [[πρός]] τινος Σοφ. Ο. Κ. 12· πρὶν μάθοιμ’ εἰ..., ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 961· - μετ’ ἀπαρ., [[μανθάνω]] νά..., ἢ πῶς νά..., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 4. 506, Αἰσχύλ. Πρ. 1068, κτλ.· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[διδάσκω]], οἱ ἀμαθεῖς σοφοὶ μανθάνουσι (δηλ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. 5. 13· - [[μανθάνω]] ἐκ πείρας, (πρβλ. [[μάθημα]], [[μάθος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 250. ΙΙ. ἀποκτῶ ἕξιν τοῦ νά..., καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔχω συνηθίσει νά..., μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδ. 70, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· τοὺς μεμαθηκότας ἀριστᾶν ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· τὸ μεμαθηκὸς, τὸ σύνηθες, ἴδε ἐν λ. [[μάθος]] ΙΙ. ΙΙΙ. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐν παντὶ χρόνῳ, ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθητηρίων, [[αἰσθάνομαι]], παρατηρῶ, τινὰ Ἡρόδ. 7. 208· ἀλλήλους μ. ὁπόσοι εἴησαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 1. 2) [[ἐνίοτε]] [[μετὰ]] μετοχ., μ. τὴν νῆα ἐμβαλοῦσαν Ἡρόδ. 8. 88· ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Αἰσχύλ. Πρ. 62· μὴ μάθῃ μ’ ἥκοντα Σοφ. Φιλ. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1113· μάνθανε ὤν, ὡς τὸ [[ἴσθι]] ὤν, γίνωσκε ὅτι εἶσαι..., Σοφ. Ἠλ. 1342· οὕτω, διαβεβλημένος οὐ μανθάνεις Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. 1. 68, 160· εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες Θουκ. 6. 39· πρβλ. [[καταμανθάνω]]. IV. ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], ὡς μάθω σαφέστερον Αἰσχύλ. Χο. 767· ὄψ’ ἐμάθεθ’ ἡμᾶς Εὐρ. Βάκχ. 1345· τὰ λεγόμενα Λυσ. 117. 27, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., ὡς τὸ [[ἀκούω]], Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 394C· - [[συχνάκις]] ἐν διαλόγῳ, μανθάνεις; Λατ. tenes? ἐννοεῖς; «’κατάλαβες;» - Ἀπόκρ. [[πάνυ]] [[μανθάνω]], πολὺ καλά, Ἀριστοφ. Βάτρ. 195, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 84D, Θεαίτ. 174Β· [[οὕτως]], [[εἶεν]], [[μανθάνω]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 372Ε, πρβλ. Φαίδωνα 117Β, κτλ. V. παρ’ Ἀττ. τὸ τί μαθών…; [[συχνάκις]] τίθεται ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, ὡς Ἀριστοφ. Ἀχ. 826, [[ἔνθα]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ παραπλησίως τῷ, τί παθών; διὰ τί; «γιατί;» - ἀλλ’ ἑκάτερον ἔχει ἰδίαν ἔννοιαν, - καθ’ ὅσον τὸ μὲν τί μαθών; ἀναφέρεται εἴς τι [[μάθος]], τί σε ἔπεισεν ἢ τί σου κατέβη νά…; καὶ ὑπονοεὶ ἐνέργειαν ἐλευθέραν· τὸ δὲ τί παθών; ἀναφέρεται εἴς τι [[πάθος]], [[πόθεν]] ἀναγκασθείς... τί ἔπαθες…; Ἐννοεῖται δὲ ὅτι αἱ φράσεις αὗται εὐκόλως ἀντηλλάσσοντο· πρβλ. [[πάσχω]] ΙΙ. 5, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 495. 20· [[ἐνίοτε]] ἐκφέρεται ἐν πλαγίῳ λόγῳ ὅ τι μαθών... οὐχ ἡσυχίαν ἦγον, διὰ ποῖον λόγον δὲν ἡσύχαζον, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· σοὶ εἰς κεφαλήν, ὅ τι μαθὼν ἐμοῦ καὶ τῶν ἄλλων καταψεύδῃ τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Ε, πρβλ. 299Α, καὶ Heind· ἐν τόπῳ· ὅ τι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ [τινα] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 353D.
|lstext='''μανθάνω''': μέλλ. μᾰθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 926, Σοφ. Αἴ. 667, Ο. Κ. 1527, Πλάτ., κτλ.· Δωρ. μᾰθεῦμαι Θεόκρ. 11. 60· - ἀόρ. ἔμᾰθον, Πινδ. Ν. 7. 26, καὶ Ἀττ. Ἐπικ. μάθον (ἴδε κατωτ.)· - πρκμ. μεμάθηκα Ἐμπεδ. 70, Ἀριστοφ. Νεφ. 1148, Πλάτ., κτλ.· ὑπερσ. ἐμεμαθήκη Πλάτ. Εὐθύφρων 14C, γ΄ ἑνικ. μεμαθήκει ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 86Α· - Παθ., εὔχρηστον παρὰ δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ.· παθ. πρκμ. μετοχ. μεμαθημένος = μεμαθηκώς, Αἴσωπ. 421. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τοὺς Ἐπικ. τοῦ ἀορ. τύπους, μάθον, ἔμμαθες, ἔμμαθε. (Ἐκ τῆς √ΜΑΘ, ἐξ ἧς καὶ αἱ λ. μάθος, μάθημα, κτλ.· ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω). Μανθάνω, κοινῶς: «μαθαίνω», ἰδίως δι’ ἐρεύνης καὶ ἐξετάσεως· καὶ ἐν τῷ ἀορ., ἔχω μάθει, δηλ. ἐννοῶ, [[γνωρίζω]] (ὅρα τὸν ὁρισμὸν ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 277Ε κἑξ.), ἔργα κάκ’ ἔμαθεν Ὀδ. Ρ. 226., Σ. 362· μετ’ ἀπαρ., μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς Ἰλ. Ζ. 444· [[οὐδαμοῦ]] [[ἄλλοθι]] παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ κοινὸν παρ’ Ἀττ., ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 584· ταλάντου τοῦτ’ ἔμαθεν, μὲ ἓν [[τάλαντον]] ἔμαθε τοῦτο, Ἀριστοφ. Νεφ. 876· οἱ μανθάνοντες, οἱ μαθηταί, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17· μ. τὰ Ὁμήρου ἔπη, ἀποστηθίζειν αὐτά, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 3, 5· - μ. τί τινος, μανθάνειν τι [[παρά]] τινος, Πινδ. Π. 3. 143, Αἰσχύλ. Πρ. 701, Σοφ. Ο. Τ. 575, κτλ.· [[ὡσαύτως]], τι ἔκ τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 352, Πλάτ., κτλ.· [[παρά]] τινος Αἰσχύλ. Ἀγ. 858, Σοφ., κτλ.· [[παρά]] τινος ὅτι... Ἰσοκρ. 172D· [[πρός]] τινος Σοφ. Ο. Κ. 12· πρὶν μάθοιμ’ εἰ..., ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 961· - μετ’ ἀπαρ., [[μανθάνω]] νά..., ἢ πῶς νά..., Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 4. 506, Αἰσχύλ. Πρ. 1068, κτλ.· [[ἐνίοτε]] ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ [[διδάσκω]], οἱ ἀμαθεῖς σοφοὶ μανθάνουσι (δηλ. [[εἶναι]]) Πλάτ. Εὐθύδ. 276Β, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. 5. 13· - [[μανθάνω]] ἐκ πείρας, (πρβλ. [[μάθημα]], [[μάθος]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 250. ΙΙ. ἀποκτῶ ἕξιν τοῦ νά..., καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔχω συνηθίσει νά..., μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδ. 70, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· τοὺς μεμαθηκότας ἀριστᾶν ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· τὸ μεμαθηκὸς, τὸ σύνηθες, ἴδε ἐν λ. [[μάθος]] ΙΙ. ΙΙΙ. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ., ἐν παντὶ χρόνῳ, ἀντιλαμβάνομαι διὰ τῶν αἰσθητηρίων, [[αἰσθάνομαι]], παρατηρῶ, τινὰ Ἡρόδ. 7. 208· ἀλλήλους μ. ὁπόσοι εἴησαν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 1. 2) [[ἐνίοτε]] μετὰ μετοχ., μ. τὴν νῆα ἐμβαλοῦσαν Ἡρόδ. 8. 88· ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὢν Αἰσχύλ. Πρ. 62· μὴ μάθῃ μ’ ἥκοντα Σοφ. Φιλ. 13, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 1113· μάνθανε ὤν, ὡς τὸ [[ἴσθι]] ὤν, γίνωσκε ὅτι εἶσαι..., Σοφ. Ἠλ. 1342· οὕτω, διαβεβλημένος οὐ μανθάνεις Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. 1. 68, 160· εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες Θουκ. 6. 39· πρβλ. [[καταμανθάνω]]. IV. ἐννοῶ, [[καταλαμβάνω]], ὡς μάθω σαφέστερον Αἰσχύλ. Χο. 767· ὄψ’ ἐμάθεθ’ ἡμᾶς Εὐρ. Βάκχ. 1345· τὰ λεγόμενα Λυσ. 117. 27, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσ., ὡς τὸ [[ἀκούω]], Stallb. εἰς Πλάτ. Πολ. 394C· - [[συχνάκις]] ἐν διαλόγῳ, μανθάνεις; Λατ. tenes? ἐννοεῖς; «’κατάλαβες;» - Ἀπόκρ. [[πάνυ]] [[μανθάνω]], πολὺ καλά, Ἀριστοφ. Βάτρ. 195, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 84D, Θεαίτ. 174Β· [[οὕτως]], [[εἶεν]], [[μανθάνω]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 372Ε, πρβλ. Φαίδωνα 117Β, κτλ. V. παρ’ Ἀττ. τὸ τί μαθών…; [[συχνάκις]] τίθεται ἐν ἀρχῇ ἐρωτήσεως, ὡς Ἀριστοφ. Ἀχ. 826, [[ἔνθα]] δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ παραπλησίως τῷ, τί παθών; διὰ τί; «γιατί;» - ἀλλ’ ἑκάτερον ἔχει ἰδίαν ἔννοιαν, - καθ’ ὅσον τὸ μὲν τί μαθών; ἀναφέρεται εἴς τι [[μάθος]], τί σε ἔπεισεν ἢ τί σου κατέβη νά…; καὶ ὑπονοεὶ ἐνέργειαν ἐλευθέραν· τὸ δὲ τί παθών; ἀναφέρεται εἴς τι [[πάθος]], [[πόθεν]] ἀναγκασθείς... τί ἔπαθες…; Ἐννοεῖται δὲ ὅτι αἱ φράσεις αὗται εὐκόλως ἀντηλλάσσοντο· πρβλ. [[πάσχω]] ΙΙ. 5, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 495. 20· [[ἐνίοτε]] ἐκφέρεται ἐν πλαγίῳ λόγῳ ὅ τι μαθών... οὐχ ἡσυχίαν ἦγον, διὰ ποῖον λόγον δὲν ἡσύχαζον, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· σοὶ εἰς κεφαλήν, ὅ τι μαθὼν ἐμοῦ καὶ τῶν ἄλλων καταψεύδῃ τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 283Ε, πρβλ. 299Α, καὶ Heind· ἐν τόπῳ· ὅ τι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ [τινα] ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 353D.
}}
}}
{{bailly
{{bailly