μεταλλάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλλάω''': μέλλ. -ήσω· ― [[κυρίως]], ζητῶ ἄλλα πράγματα ([[μετὰ]] ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· [[οὐκέτι]] μέμνηται..., [[οὔτε]] μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], σε... οὔτ’ [[εἴρομαι]] [[οὔτε]] μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[θέλω]] νὰ μάθω, μή τι σὺ [[ταῦτα]] διείρεο [[μηδὲ]] μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ [[κατέκταθεν]], οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· [[ὡσαύτως]], μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· [[περί]] τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινός τι, τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· [[ἔπος]] [[ἄλλο]] μ. καὶ [[ἐρέσθαι]] Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40.
|lstext='''μεταλλάω''': μέλλ. -ήσω· ― [[κυρίως]], ζητῶ ἄλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), ἐρευνῶ ἐπιμελῶς, [[ἐξετάζω]] μετὰ προσοχῆς, ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἔρεσθαι Ὀδ. Ξ. 378· [[οὐκέτι]] μέμνηται..., [[οὔτε]] μεταλλᾷ Ο. 23. Συντάσσ.· 1) μετ’ αἰτ. προσ., ἐρωτῶ τινα, [[ἐξετάζω]], [[ἀνακρίνω]], σε... οὔτ’ [[εἴρομαι]] [[οὔτε]] μεταλλῶ Ἰλ. Α. 553, πρβλ. Ὀδ. Γ. 69., Π. 287· ― ἐν Πινδ. Ο. 6. 206, ἀντεφθέγξατο... μετάλλασέν τέ μιν, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[ἁπλῶς]], προσηγόρευσεν αὐτόν. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., ἐρωτῶ [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[θέλω]] νὰ μάθω, μή τι σὺ [[ταῦτα]] διείρεο [[μηδὲ]] μετάλλα Ἰλ. Α. 550, πρβλ. Ε. 516· ἕταροι δὲ [[κατέκταθεν]], οὓς σὺ μεταλλᾷς Ν. 780, πρβλ. Κ. 125, Ὀδ. Τ. 190· ἕκαστα μ. Ξ. 128, πρβλ. Ο. 23., Ρ. 465· [[ὡσαύτως]], μεταλλῆσαι... ἀμφὶ πόσει Ὀδ. Ρ. 554· ἀμφ’ ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1471· [[περί]] τινος Ἀνθ. Πλαν. 183. 3) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα [[περί]] τινος πράγματος, ζητῶ νὰ μάθω [[παρά]] τινός τι, τοῦτο δέ τοι [[ἐρέω]], ὃ μ’ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Ἰλ. Γ. 177, Ὀδ. Η. 243· [[ἔπος]] [[ἄλλο]] μ. καὶ [[ἐρέσθαι]] Νέκτορα Γ. 243. ― Λεξ. ποιητ., ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ ἀπαντᾷ ἐν Παπύρ. Ὀξυρρύγχ. (Grenfell καὶ Hunt) 237 VII 40.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, [[διερευνώ]] άλλα πράγματα ([[μετὰ]] ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), [[ερευνώ]] προσεκτικά, [[εξετάζω]] λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, <i>μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για ένα [[θέμα]], τον [[ρωτώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''μεταλλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κανονικά, [[διερευνώ]] άλλα πράγματα (μετὰ ἄλλα, πρβλ. [[μέταλλον]]), [[ερευνώ]] προσεκτικά, [[εξετάζω]] λεπτομερειακά, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[εξετάζω]], [[ερευνώ]] [[κάτι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[ρωτώ]] για ή σχετικά με, στον ίδ.· ομοίως, <i>μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">4.</b> με [[διπλή]] αιτ., [[ρωτώ]] κάποιον για ένα [[θέμα]], τον [[ρωτώ]] [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[search]] [[after]] [[other]] things ([[μετὰ]] ἄλλα, cf. [[μέταλλον]]), to [[search]] [[carefully]], to [[inquire]] [[diligently]], Od.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[inquire]] of, [[question]], Hom.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. objecti, to ask [[about]] or [[after]], Hom.; so, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει Od.<br /><b class="num">4.</b> c. dupl. acc. to ask one [[about]] a [[thing]], ask him a [[thing]], Od.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> [[properly]], to [[search]] [[after]] [[other]] things (μετὰ ἄλλα, cf. [[μέταλλον]]), to [[search]] [[carefully]], to [[inquire]] [[diligently]], Od.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. pers. to [[inquire]] of, [[question]], Hom.<br /><b class="num">3.</b> c. acc. objecti, to ask [[about]] or [[after]], Hom.; so, μεταλλῆσαι ἀμφὶ πόσει Od.<br /><b class="num">4.</b> c. dupl. acc. to ask one [[about]] a [[thing]], ask him a [[thing]], Od.
}}
}}