Anonymous

μεταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι [[ταχέως]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τμήσει, [[μετὰ]] νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], μ. τὸ [[οὔνομα]] Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· [[ὡσαύτως]], [[μεταβάλλω]] ἄλλου τινὸς τὸ [[ὄνομα]], τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι [[αὐτόθι]] 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, [[μεταβάλλω]] δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, [[πίνω]] [[ὕδωρ]] διάφορον, [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν [[μεταβάλλω]], «ξεθυμώνω», χαλεπῶς [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ [[ἔθος]] Θουκ. 1. 123· [[τάχα]] ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ [[μεταλλάσσω]] 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς [[αὐτόθι]] 363· μ. κοινὸν [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω [[κάτω]] μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[αὐτόθι]] 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, [[μεταβάλλω]] τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ [[τοὐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν [[ἀρτίως]] ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) [[μεταβάλλω]] διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες [[ὄνομα]] [[ἀντί]]..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα [[φρόνημα]], Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο [[μᾶλλον]] κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες ([[ὅπερ]] συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ [[μεταλαμβάνω]]), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) [[ἀνταλλάσσω]] τι πρὸς [[ἄλλο]], τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― [[ἀνταλλάσσω]], [[ἐμπορεύομαι]], Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. [[μεταβολεύς]]. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) [[μεταβάλλω]] τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· [[μεταβάλλω]] μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) [[στρέφω]] τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· [[ὡσαύτως]], μ. εἰς [[τοὔπισθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς [[νοητέον]] ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― [[μεταστρέφω]] τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. [[ῥίπτω]] αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31.
|lstext='''μεταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι [[ταχέως]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τμήσει, μετὰ νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], μ. τὸ [[οὔνομα]] Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· [[ὡσαύτως]], [[μεταβάλλω]] ἄλλου τινὸς τὸ [[ὄνομα]], τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι [[αὐτόθι]] 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, [[μεταβάλλω]] δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, [[πίνω]] [[ὕδωρ]] διάφορον, [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν [[μεταβάλλω]], «ξεθυμώνω», χαλεπῶς [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ [[ἔθος]] Θουκ. 1. 123· [[τάχα]] ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ [[μεταλλάσσω]] 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς [[αὐτόθι]] 363· μ. κοινὸν [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω [[κάτω]] μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[αὐτόθι]] 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, [[μεταβάλλω]] τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ [[τοὐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - μετὰ γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν [[ἀρτίως]] ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) [[μεταβάλλω]] διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες [[ὄνομα]] [[ἀντί]]..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα [[φρόνημα]], Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο [[μᾶλλον]] κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες ([[ὅπερ]] συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ [[μεταλαμβάνω]]), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) [[ἀνταλλάσσω]] τι πρὸς [[ἄλλο]], τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― [[ἀνταλλάσσω]], [[ἐμπορεύομαι]], Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. [[μεταβολεύς]]. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) [[μεταβάλλω]] τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· [[μεταβάλλω]] μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) [[στρέφω]] τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· [[ὡσαύτως]], μ. εἰς [[τοὔπισθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς [[νοητέον]] ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― [[μεταστρέφω]] τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. [[ῥίπτω]] αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>μετέβαλον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> περνώ σε μια διαφορετική [[τοποθέτηση]], [[στρέφω]] [[γρήγορα]], [[μετὰ]] νῶτα βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταβάλλω]] [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν, [[ρίχνω]] το [[μανδύα]] μου προς τα [[δεξιά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετατρέπω]] ([[θέση]], [[άποψη]]), [[αλλάζω]], διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· [[μεταβάλλω]] ὕδατα, [[πίνω]] διαφορετικό [[νερό]], σε Ηρόδ.· [[μεταβάλλω]] [[ὀργάς]], [[αλλάζω]], δηλ. [[αφήνω]] κατά [[μέρος]] τον θυμό μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει [[εξέλιξη]], [[προβαίνω]] σε [[μία]] [[αλλαγή]], [[αλλάζω]] την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αλλάζω]] την [[πορεία]] μου, <i>μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους</i>, αλλάζοντας την [[πορεία]] του και επιστρέφοντας στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. <i>μεταβάλλων</i> ή <i>μεταβαλών</i> χρησιμ. ως αμτβ., [[σχεδόν]] ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[αλλάζω]] [[κάτι]] που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· [[μεταβάλλω]] ἱμάτια, [[αλλάζω]] τα ρούχα μου, σε Ξεν.· [[μεταβάλλω]] τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]] σιγὰν λόγων, [[αφήνω]] τη [[σιωπή]] για να μιλήσω, σε Σοφ.· [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αλλάζω]] τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· [[αλλάζω]] τους στόχους μου, [[αλλάζω]] [[πλευρά]] ([[άποψη]]), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, [[γυρίζω]] γύρω-γύρω, σε Ξεν.
|lsmtext='''μεταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>μετέβαλον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> περνώ σε μια διαφορετική [[τοποθέτηση]], [[στρέφω]] [[γρήγορα]], μετὰ νῶτα βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταβάλλω]] [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν, [[ρίχνω]] το [[μανδύα]] μου προς τα [[δεξιά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετατρέπω]] ([[θέση]], [[άποψη]]), [[αλλάζω]], διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· [[μεταβάλλω]] ὕδατα, [[πίνω]] διαφορετικό [[νερό]], σε Ηρόδ.· [[μεταβάλλω]] [[ὀργάς]], [[αλλάζω]], δηλ. [[αφήνω]] κατά [[μέρος]] τον θυμό μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει [[εξέλιξη]], [[προβαίνω]] σε [[μία]] [[αλλαγή]], [[αλλάζω]] την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αλλάζω]] την [[πορεία]] μου, <i>μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους</i>, αλλάζοντας την [[πορεία]] του και επιστρέφοντας στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. <i>μεταβάλλων</i> ή <i>μεταβαλών</i> χρησιμ. ως αμτβ., [[σχεδόν]] ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[αλλάζω]] [[κάτι]] που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· [[μεταβάλλω]] ἱμάτια, [[αλλάζω]] τα ρούχα μου, σε Ξεν.· [[μεταβάλλω]] τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]] σιγὰν λόγων, [[αφήνω]] τη [[σιωπή]] για να μιλήσω, σε Σοφ.· [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αλλάζω]] τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· [[αλλάζω]] τους στόχους μου, [[αλλάζω]] [[πλευρά]] ([[άποψη]]), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, [[γυρίζω]] γύρω-γύρω, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεταβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. поворачивать: [[μετὰ]] νῶτα βαλών Hom. обратив тыл; μ. [[δέμας]] Eur. двигаться, метаться; μεταβάλλεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Xen. закидывать щиты назад (при бегстве); μ. τὴν γῆν Xen. вспахивать землю; μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν Arph. передвинуть плащ на правую сторону; [[ἄνω]] καὶ [[κάτω]] τὰς [[δόξας]] μεταβάλλεσθαι Plat. то и дело менять свои мнения;<br /><b class="num">2)</b> переделывать, (из)менять (τὸ [[οὔνομα]] ἔς τι Her.; δίαιταν Thuc.; med. τοὺς τρόπους Arst.): μεταβάλλεσθαί τί τινος Soph. и τι [[ἀντί]] τινος Plat. менять что-л. на что-л.; μ. τι ἐς [[ἄλλο]] [[οὔνομα]] Her. переименовывать что-л.; μ. χώραν ἐκ χώρας Plat. перемещаться из одного места в другое; πολλὰς μεταβολὰς μ. Plat. претерпевать многие изменения; μ. ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιόν τε καὶ [[κάλλιον]] Plat. стать лучше и красивее; μεταβάλλεσθαι ἱμάτια Xen. переодеваться;<br /><b class="num">3)</b> (из)меняться (ἐπὶ [[τοὐναντίον]] Plut.; ἔκ τινος εἴς τι Arst.): μ. ἐς εὐνομίην Her. стать благоустроенным; καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. одни беды, сменяющиеся другими;<br /><b class="num">4)</b> med. заниматься обменом, торговать (ἐν τῇ ἀγορᾷ Xen.);<br /><b class="num">5)</b> изменять мнение, образ действий и т. п.: μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Her. обратившись (после неуспеха у пелопоннесцев) к афинянам; ἐκ [[τούτου]] μεταβαλών [[εἶπε]] Xen. приняв другой вид (т. е. подавив свою скорбь), он сказал;<br /><b class="num">6)</b> терять, утрачивать (εὔνοιαν Thuc.): μ. [[ὀργάς]] Eur. смягчать свой гнев;<br /><b class="num">7)</b> (взамен старого) усваивать, приобретать (ἄλλους τρόπους Eur.);<br /><b class="num">8)</b> вводить (у себя), устанавливать ([[εἶδος]] καινὸν μουσικῆς Plat.);<br /><b class="num">9)</b> (взамен старого) посылать, отправлять (ἄλλας γραφάς Eur.);<br /><b class="num">10)</b> (sc. χώραν) переселяться (ἐκ τῶν Σκυθικῶν πεδίων εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου Arst.);<br /><b class="num">11)</b> переходить (ἐκ τῆς ἄκρας κακίας εἰς τὴν ἄκραν ἀρετήν Plut.).
|elrutext='''μεταβάλλω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. поворачивать: μετὰ νῶτα βαλών Hom. обратив тыл; μ. [[δέμας]] Eur. двигаться, метаться; μεταβάλλεσθαι τὰ [[ὅπλα]] Xen. закидывать щиты назад (при бегстве); μ. τὴν γῆν Xen. вспахивать землю; μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν Arph. передвинуть плащ на правую сторону; [[ἄνω]] καὶ [[κάτω]] τὰς [[δόξας]] μεταβάλλεσθαι Plat. то и дело менять свои мнения;<br /><b class="num">2)</b> переделывать, (из)менять (τὸ [[οὔνομα]] ἔς τι Her.; δίαιταν Thuc.; med. τοὺς τρόπους Arst.): μεταβάλλεσθαί τί τινος Soph. и τι [[ἀντί]] τινος Plat. менять что-л. на что-л.; μ. τι ἐς [[ἄλλο]] [[οὔνομα]] Her. переименовывать что-л.; μ. χώραν ἐκ χώρας Plat. перемещаться из одного места в другое; πολλὰς μεταβολὰς μ. Plat. претерпевать многие изменения; μ. ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιόν τε καὶ [[κάλλιον]] Plat. стать лучше и красивее; μεταβάλλεσθαι ἱμάτια Xen. переодеваться;<br /><b class="num">3)</b> (из)меняться (ἐπὶ [[τοὐναντίον]] Plut.; ἔκ τινος εἴς τι Arst.): μ. ἐς εὐνομίην Her. стать благоустроенным; καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. одни беды, сменяющиеся другими;<br /><b class="num">4)</b> med. заниматься обменом, торговать (ἐν τῇ ἀγορᾷ Xen.);<br /><b class="num">5)</b> изменять мнение, образ действий и т. п.: μεταβαλὼν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Her. обратившись (после неуспеха у пелопоннесцев) к афинянам; ἐκ [[τούτου]] μεταβαλών [[εἶπε]] Xen. приняв другой вид (т. е. подавив свою скорбь), он сказал;<br /><b class="num">6)</b> терять, утрачивать (εὔνοιαν Thuc.): μ. [[ὀργάς]] Eur. смягчать свой гнев;<br /><b class="num">7)</b> (взамен старого) усваивать, приобретать (ἄλλους τρόπους Eur.);<br /><b class="num">8)</b> вводить (у себя), устанавливать ([[εἶδος]] καινὸν μουσικῆς Plat.);<br /><b class="num">9)</b> (взамен старого) посылать, отправлять (ἄλλας γραφάς Eur.);<br /><b class="num">10)</b> (sc. χώραν) переселяться (ἐκ τῶν Σκυθικῶν πεδίων εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου Arst.);<br /><b class="num">11)</b> переходить (ἐκ τῆς ἄκρας κακίας εἰς τὴν ἄκραν ἀρετήν Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -βᾰλῶ aor2 μετέβᾰλον<br />A. to [[throw]] [[into]] a [[different]] [[position]], to [[turn]] [[quickly]], [[μετὰ]] νῶτα βαλών Il.; μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν to [[throw]] one's [[mantle]] [[over]] to the [[right]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[turn]] [[about]], [[change]], [[alter]], Hdt., [[attic]]; μ. ὕδατα to [[drink]] [[different]] [[water]], Hdt.:— μ. [[ὀργάς]] to [[change]], i. e. [[give]] up, [[anger]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> intr. to [[undergo]] a [[change]], [[change]] one's [[condition]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">3.</b> to [[change]] one's [[course]], μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους changing his [[course]] and [[turning]] to the Athenians, Hdt.:—the [[part]]. μεταβάλλων or μεταβαλών is used absol., almost like an adv. [[instead]], in [[turn]], Hdt., Eur.<br />B. Mid. to [[change]] [[what]] is one's own, etc. μ. ἱμάτια to [[change]] one's [[clothes]], Xen.; μ. τοὺς τρόπους Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]] one with [[another]], [[exchange]], μ. σιγὰν λόγων to [[exchange]] [[silence]] for words, Soph.: — to [[barter]], [[traffic]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[turn]] [[oneself]], [[turn]] [[about]], Plat.:— to [[change]] one's [[purpose]], [[change]] sides, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[turn]] or [[wheel]] [[about]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. -βᾰλῶ aor2 μετέβᾰλον<br />A. to [[throw]] [[into]] a [[different]] [[position]], to [[turn]] [[quickly]], μετὰ νῶτα βαλών Il.; μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν to [[throw]] one's [[mantle]] [[over]] to the [[right]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> to [[turn]] [[about]], [[change]], [[alter]], Hdt., [[attic]]; μ. ὕδατα to [[drink]] [[different]] [[water]], Hdt.:— μ. [[ὀργάς]] to [[change]], i. e. [[give]] up, [[anger]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> intr. to [[undergo]] a [[change]], [[change]] one's [[condition]], Hdt., Plat.<br /><b class="num">3.</b> to [[change]] one's [[course]], μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους changing his [[course]] and [[turning]] to the Athenians, Hdt.:—the [[part]]. μεταβάλλων or μεταβαλών is used absol., almost like an adv. [[instead]], in [[turn]], Hdt., Eur.<br />B. Mid. to [[change]] [[what]] is one's own, etc. μ. ἱμάτια to [[change]] one's [[clothes]], Xen.; μ. τοὺς τρόπους Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]] one with [[another]], [[exchange]], μ. σιγὰν λόγων to [[exchange]] [[silence]] for words, Soph.: — to [[barter]], [[traffic]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[turn]] [[oneself]], [[turn]] [[about]], Plat.:— to [[change]] one's [[purpose]], [[change]] sides, Hdt., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> to [[turn]] or [[wheel]] [[about]], Xen.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':metab£llw 姆他-巴羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(以後)-投<br />'''字義溯源''':放棄,轉念(放棄一個意念,而轉入另一個意念),轉變,迅速改變,變更,交替;由([[μετά]])*=同)與([[βάλλω]] / [[ἀμφιβάλλω]])*=投,擲)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 就轉念(1) 徒28:6
|sngr='''原文音譯''':metab£llw 姆他-巴羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(以後)-投<br />'''字義溯源''':放棄,轉念(放棄一個意念,而轉入另一個意念),轉變,迅速改變,變更,交替;由([[μετά]])*=同)與([[βάλλω]] / [[ἀμφιβάλλω]])*=投,擲)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 就轉念(1) 徒28:6
}}
}}