Anonymous

νῶτον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νῶτον''': τό, ἢ [[νῶτος]], ὁ πληθ. ἀείποτε, νῶτα, τά, (πλὴν παρὰ μεταγεν. ὡς Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 33)· τὸ γένος τοῦ ἑνικοῦ [[εἶναι]] ἀόρ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· [[εἶναι]] οὐδέτ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 1. 55., 4. 146, Εὐρ. Κύκλ. 237, 643, Ἀριστοφ. Ἱππ. 289, Εἰρ. 731, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, 6, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ. κατὰ τοὺς ἀττικίζοντας (Φρύν. 290, Μοῖρ. 267 κλ.), ἂν καὶ ἡ αἰτ. [[νῶτον]] ἀπαντᾷ ὡς ἀρσ. οὐ μόνον παρ’ Ἱππ. 109Β, C, 112D, ἀλλὰ καὶ ἐν Ξεν. Ἱππ. 3, 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1., 5. 12, 1· - τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἡ [[ῥάχις]] ἢ «[[πλάτη]]», Λατ. tergum, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ ἐπὶ ζῴων· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 147., Ν. 289, κτλ.· ἐπὶ κάπρου, φρίσσει [[νῶτον]] Ν. 473· ἐπὶ προβάτου καὶ αἰγός, ν. [[ὄϊος]]... καὶ πίρνος αἰγὸς Ι. 207· ἐπὶ ἵππων, ἐπὶ [[νῶτον]] ἐΐσαι Β. 765, κτλ.· ἀλλ’ ὁ πληθ. [[συχνάκις]] παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει ὡς τὸ Λατ. terga, [[μετὰ]] τῆς ἐννοίας τοῦ ἑνικοῦ, [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 225, κτλ.· ἐπὶ τῆς ῥάχεως, ἢ τῆς «πλάτης» ζῴου παρασκευασθείσης πρὸς βρῶσιν, νῶτα βοὸς ... πίονα Δ. 65· νώτοισιν δ’ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, δηλ. διὰ τεμαχίων κοπτομένων κατὰ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ξ. 437, πρβλ. Ἰλ. Η. 321· - ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν μάχῃ, τὰ νῶτα ἐντρέπειν, ἐπιστρέψαι, στρέφειν τὰ νῶτα, δηλ. φεύγειν, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Ἡρόδ. 7. 211, 141· νῶτα δοῦνα, Λατιν. dare terga, Πλούτ. 2. 787F· νῶτα δεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 12· ἀλλὰ τὸ τελευταῖον τοῦτο λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ νικῶντος ἐν δρομικῷ ἀγῶνι, Ἀνθ. Π. 9. 557· πίπτειν ἐπὶ νώτῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 90· κατὰ νώτου, ἐκ τῶν νώτων, [[ὄπισθεν]], κατὰ νώτου γενέσθαι τινὸς Ἡρόδ. 1. 9, 10· τὸ [[στρατόπεδον]] κατὰ ν. λαβεῖν [[αὐτόθι]] 75· κατὰ ν. βοηθεῖν Θουκ. 1. 62, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ νῶτα Θεόκρ. 22.84. ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα εὐρεῖα [[ἐπιφάνεια]], ἰδίως τῆς θαλάσσης, ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Β. 159, Ὀδ. Γ. 142, Ἡσ. κλ.· ἐν νώτοισι ποντίας ἁλὸς Εὐρ. Ἑλ. 129· πόντου ’πὶ νώτοις [[αὐτόθι]] 774· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μεγάλων ἐκτάσεων γῆς, πεδιάδες, νῶτα γαίας Πινδ. Π. 4. 45· χθονὸς ν. Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[οὕτως]], ἀστεροειδέα νῶτα αἰθέρος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 1067· ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 247C· ἕσπερα νῶτα, ἡ ἑσπερινὴ [[ὄψις]] τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 731. 2) τὸ ἄνω [[μέρος]], ἡ [[ῥάχις]] ὄρους, Πινδ. Ο. 7. 160, Εὐρ. Ἱππ. 127· ἐπὶ τύμβου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 842 κτλ.· ἐπὶ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 572, κτλ. (Τὸ Λατ. nates [[ἴσως]] παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[νόσφι]] ἐν τέλ.).
|lstext='''νῶτον''': τό, ἢ [[νῶτος]], ὁ πληθ. ἀείποτε, νῶτα, τά, (πλὴν παρὰ μεταγεν. ὡς Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 33)· τὸ γένος τοῦ ἑνικοῦ [[εἶναι]] ἀόρ. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· [[εἶναι]] οὐδέτ. παρὰ Πινδ. ΙΙ. 1. 55., 4. 146, Εὐρ. Κύκλ. 237, 643, Ἀριστοφ. Ἱππ. 289, Εἰρ. 731, Ἀντιφάν. ἐν «Κύκλωπι» 1, 6, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ. κατὰ τοὺς ἀττικίζοντας (Φρύν. 290, Μοῖρ. 267 κλ.), ἂν καὶ ἡ αἰτ. [[νῶτον]] ἀπαντᾷ ὡς ἀρσ. οὐ μόνον παρ’ Ἱππ. 109Β, C, 112D, ἀλλὰ καὶ ἐν Ξεν. Ἱππ. 3, 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 1., 5. 12, 1· - τὸ [[ὄπισθεν]] [[μέρος]] τοῦ σώματος, ἡ [[ῥάχις]] ἢ «[[πλάτη]]», Λατ. tergum, ἐπί τε ἀνθρώπων καὶ ἐπὶ ζῴων· ἐν τῷ ἑνικῷ ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἰλ. Ε. 147., Ν. 289, κτλ.· ἐπὶ κάπρου, φρίσσει [[νῶτον]] Ν. 473· ἐπὶ προβάτου καὶ αἰγός, ν. [[ὄϊος]]... καὶ πίρνος αἰγὸς Ι. 207· ἐπὶ ἵππων, ἐπὶ [[νῶτον]] ἐΐσαι Β. 765, κτλ.· ἀλλ’ ὁ πληθ. [[συχνάκις]] παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει ὡς τὸ Λατ. terga, μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἑνικοῦ, [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 225, κτλ.· ἐπὶ τῆς ῥάχεως, ἢ τῆς «πλάτης» ζῴου παρασκευασθείσης πρὸς βρῶσιν, νῶτα βοὸς ... πίονα Δ. 65· νώτοισιν δ’ Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, δηλ. διὰ τεμαχίων κοπτομένων κατὰ [[μῆκος]] τῆς ῥάχεως, Ξ. 437, πρβλ. Ἰλ. Η. 321· - ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν μάχῃ, τὰ νῶτα ἐντρέπειν, ἐπιστρέψαι, στρέφειν τὰ νῶτα, δηλ. φεύγειν, τρέπεσθαι εἰς φυγήν, Ἡρόδ. 7. 211, 141· νῶτα δοῦνα, Λατιν. dare terga, Πλούτ. 2. 787F· νῶτα δεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 12· ἀλλὰ τὸ τελευταῖον τοῦτο λέγεται καὶ ἐπὶ τοῦ νικῶντος ἐν δρομικῷ ἀγῶνι, Ἀνθ. Π. 9. 557· πίπτειν ἐπὶ νώτῳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 90· κατὰ νώτου, ἐκ τῶν νώτων, [[ὄπισθεν]], κατὰ νώτου γενέσθαι τινὸς Ἡρόδ. 1. 9, 10· τὸ [[στρατόπεδον]] κατὰ ν. λαβεῖν [[αὐτόθι]] 75· κατὰ ν. βοηθεῖν Θουκ. 1. 62, κτλ.· [[ὡσαύτως]], κατὰ νῶτα Θεόκρ. 22.84. ΙΙ. μεταφορ., πᾶσα εὐρεῖα [[ἐπιφάνεια]], ἰδίως τῆς θαλάσσης, ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης Ἰλ. Β. 159, Ὀδ. Γ. 142, Ἡσ. κλ.· ἐν νώτοισι ποντίας ἁλὸς Εὐρ. Ἑλ. 129· πόντου ’πὶ νώτοις [[αὐτόθι]] 774· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μεγάλων ἐκτάσεων γῆς, πεδιάδες, νῶτα γαίας Πινδ. Π. 4. 45· χθονὸς ν. Εὐρ. Ι. Τ. 46· [[οὕτως]], ἀστεροειδέα νῶτα αἰθέρος παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 1067· ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ ν. Πλάτ. Φαῖδρ. 247C· ἕσπερα νῶτα, ἡ ἑσπερινὴ [[ὄψις]] τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 731. 2) τὸ ἄνω [[μέρος]], ἡ [[ῥάχις]] ὄρους, Πινδ. Ο. 7. 160, Εὐρ. Ἱππ. 127· ἐπὶ τύμβου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 842 κτλ.· ἐπὶ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 572, κτλ. (Τὸ Λατ. nates [[ἴσως]] παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[νόσφι]] ἐν τέλ.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly