Anonymous

νεικέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεικέω''': μέλλ. -έσω, Ἰλ. Κ. 115: ἀόρ. ἐνείκεσα, Ἐπικ. νείκεσα Γ. 38, Κ. 158· - ὁ Ὅμηρ. καὶ Ἡσίοδ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τοὺς Ἰων. τύπους: ἐνεστ. [[νεικείω]] Ἰλ. Β. 277, κλ., ὑποτ. νεικείῃσι Α. 579: παρατ. νείκειον, Ἰων. νεικείεσκον Ὀδ. Χ. 26, Ἰλ. Δ. 241: ἀόρ. νείκεσσα: ([[νεῖκος]]). Ἐρίζω, φιλονεικῶ, λογομαχῶ μετά τινος, μή μοι [[ὀπίσσω]] νεικείῃ Ὀδ. Ρ. 189· ἔριδος περὶ θυμοβόροιο νεικεῦσ’ ἀλλήλῃσι, ἐρίζουσιν ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], Ἰλ. Υ. 254· ἐνείκεον [[εἵνεκα]] ποινῆς Σ. 498· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νείκεα... νεικεῖν ἀλλήλῃσιν [[ἐναντίον]] Υ. 252· (ἐν Ὀδ. Λ. 511 νεικέσκομεν οἴω, μόνοι [[ἡμεῖς]] ἐλογομαχήσαμεν πρὸς αὐτόν, ὁ Wolf καὶ Nitzsch, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. γράφουσι νικάσκομεν)· - μετοχ. νεικέων, ἰσχυρογνωμόνως, ἐπιμόνως, Ἡρόδ. 9. 55. ΙΙ. μεταβ., λυπῶ, στενοχωρῶ, δυσαρεστῶ, ἰδίως διὰ τοῦ λόγου, [[ὀνειδίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, κατηγορῶ, μετ’ αἰτ. προσ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] τῇ προσθήκῃ τῆς δοτ. μύθῳ, Ἰλ. Β. 224· νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Ἰλ. Γ. 38, Φ. 480, Ὀδ. Χ. 225, κτλ.· - ἐν Ἰλ. Ω. 29, ἐπὶ τοῦ Πάριδος, ὃς νείκεσσε θεάς..., τὴν δ’ ᾔνησ’, προσέβαλε τὰς θεὰς (Ἥραν καὶ Ἀθηνᾶν), τὴν δὲ ἑτέραν (τὴν Ἀφροδίτην) ἐπῄνεσεν· ὁ Ἀρίσταρχος [[ὅμως]] ἀποδοκιμάζει ὅλον τὸ [[χωρίον]]. - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 8. 125., 9. 55: ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ τὸ οὐσιαστ. [[νεῖκος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ., [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Σοφιστ. 243A, Ξεν. Κυνηγ. 1, 17.
|lstext='''νεικέω''': μέλλ. -έσω, Ἰλ. Κ. 115: ἀόρ. ἐνείκεσα, Ἐπικ. νείκεσα Γ. 38, Κ. 158· - ὁ Ὅμηρ. καὶ Ἡσίοδ. [[ὡσαύτως]] μεταχειρίζονται τοὺς Ἰων. τύπους: ἐνεστ. [[νεικείω]] Ἰλ. Β. 277, κλ., ὑποτ. νεικείῃσι Α. 579: παρατ. νείκειον, Ἰων. νεικείεσκον Ὀδ. Χ. 26, Ἰλ. Δ. 241: ἀόρ. νείκεσσα: ([[νεῖκος]]). Ἐρίζω, φιλονεικῶ, λογομαχῶ μετά τινος, μή μοι [[ὀπίσσω]] νεικείῃ Ὀδ. Ρ. 189· ἔριδος περὶ θυμοβόροιο νεικεῦσ’ ἀλλήλῃσι, ἐρίζουσιν ἡ μία πρὸς τὴν [[ἄλλην]], Ἰλ. Υ. 254· ἐνείκεον [[εἵνεκα]] ποινῆς Σ. 498· [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., νείκεα... νεικεῖν ἀλλήλῃσιν [[ἐναντίον]] Υ. 252· (ἐν Ὀδ. Λ. 511 νεικέσκομεν οἴω, μόνοι [[ἡμεῖς]] ἐλογομαχήσαμεν πρὸς αὐτόν, ὁ Wolf καὶ Nitzsch, κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. γράφουσι νικάσκομεν)· - μετοχ. νεικέων, ἰσχυρογνωμόνως, ἐπιμόνως, Ἡρόδ. 9. 55. ΙΙ. μεταβ., λυπῶ, στενοχωρῶ, δυσαρεστῶ, ἰδίως διὰ τοῦ λόγου, [[ὀνειδίζω]], λοιδορῶ, κακολογῶ, κατηγορῶ, μετ’ αἰτ. προσ., [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· [[ὡσαύτως]] τῇ προσθήκῃ τῆς δοτ. μύθῳ, Ἰλ. Β. 224· νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν Ἰλ. Γ. 38, Φ. 480, Ὀδ. Χ. 225, κτλ.· - ἐν Ἰλ. Ω. 29, ἐπὶ τοῦ Πάριδος, ὃς νείκεσσε θεάς..., τὴν δ’ ᾔνησ’, προσέβαλε τὰς θεὰς (Ἥραν καὶ Ἀθηνᾶν), τὴν δὲ ἑτέραν (τὴν Ἀφροδίτην) ἐπῄνεσεν· ὁ Ἀρίσταρχος [[ὅμως]] ἀποδοκιμάζει ὅλον τὸ [[χωρίον]]. - Ἐπικ. [[ῥῆμα]] δὶς ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 8. 125., 9. 55: ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ἀττ., ἂν καὶ τὸ οὐσιαστ. [[νεῖκος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ., [[ἐνίοτε]] δὲ καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Σοφιστ. 243A, Ξεν. Κυνηγ. 1, 17.
}}
}}
{{bailly
{{bailly