Anonymous

πηγάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ.
|lstext='''πηγάζω''': μέλλ. άσω, (πηγὴ) ἀναβλύζω, πηγάζει τὸ διαυγὲς ἐν ὄμμασι Ἀνθ. Πλαν. 310· καὶ [[πέτρα]] πηγάζει Γρηγ. Ναζ.· π. μαστοῖς Κλήμ. Ἀλ. 119. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., [[νᾶμα]] [[μέλισσα]] πηγάζει Ἀνθ. Π. 9. 404· π. ῥεῖθρα, πηγήν, κτλ., Ἡρακλείδ. Ἀλληγορ. 9, κτλ. ΙΙ. μεταβ., [[κάμνω]] [[ὥστε]] νὰ ἀναβλύσῃ, ῥάβδῳ πέτραν πηγάσας, περὶ τοῦ Μωϋσέως, Βασίλ. σ. 520. 2) [[ὑγραίνω]], βρέχω, τὸ [[ἔδαφος]] δάκρυσι ὁ αὐτ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly