3,273,779
edits
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς | |lstext='''πεζεύω''': (πεζὸς) πορεύομαι, ὁδοιπορῶ [[πεζῇ]], περιπατῶ, ἀντίθετον τῷ [[ἱππεύω]] ἢ [[ἐλαύνω]] ἐφ’ ἁμάξης, ἐπὶ γαίας [[πόδα]] πεζεύων ([[ἔνθα]] τὸ [[πόδα]] κεῖται πλεοναστικῶς ὡς μετὰ τοῦ βαίνω, κτλ.), Εὐρ. Ἄλκ. 869· [[οὔτε]] ἄπουν [[οὔτε]] πεζεῦον Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 9· π. περὶ τὴν τροφήν, ἐπί τινων πτηνῶν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 12, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 33. 2) πορεύομαι ἢ ὁδοιπορῶ διὰ ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πορεύομαι διὰ θαλάσσης, Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 14, Πολυβ. 16. 29, 11· π. μετὰ τῶν ἵππων ὁ αὐτ. 10. 48, 6· οἱ πεζεύοντες, πεζικαὶ δυνάμεις, πεζικόν, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 6, 8 π. διὰ τῆς θαλάσσης, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου διαβαίνοντος τὴν γέφυραν τὴν [[ὑπὲρ]] τὸν Ἑλλήσποντον, Ἰσοκρ. 58Ε· οὕτω, πεζεύοντι τὴν θάλατταν τῷ Ποσειδῶνι ἐντετύχηκας Φιλόστρ. 774. - Παθ., ὁ [[Ἄθως]] πλείσθω, καὶ ὁ [[Ἑλλήσποντος]] πεζευέσθω Λουκ. Ρητ.· Διδάσκ. 18· ἡ ἐκ Βρεντεσίου πεζευομένη ὁδός, διὰ ξηρᾶς, Στράβ. 282· ἀπολ., πεζεύεσθαι, πορεύεσθαι διὰ ξηρᾶς, ὁ αὐτ. 189. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, καταλαβαίνω ἀπὸ τοῦ ἵππου, διάφ. γραφ. ἐν Νικήτ. Χρον. 329D, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 84, 8. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |