3,277,286
edits
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιουσία''': ἡ ([[περίειμι]] ([[εἰμὶ]]) [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]], [[ἀφθονία]], [[περισσεία]], ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· [[οὔτε]] σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· [[ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος]], δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀφθονία]], [[πλοῦτος]], [[περιουσία]], ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς [[ἕνεκα]] καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - | |lstext='''περιουσία''': ἡ ([[περίειμι]] ([[εἰμὶ]]) [[περίσσευμα]], [[πλεόνασμα]], [[ἀφθονία]], [[περισσεία]], ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· [[οὔτε]] σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· [[ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος]], δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀφθονία]], [[πλοῦτος]], [[περιουσία]], ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς [[ἕνεκα]] καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - μετὰ προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., [[ὥστε]].. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ [[πιθανότης]] τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τα ενσώματα υλικά [[αγαθά]], το [[σύνολο]] τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο [[πρόσωπο]] συγκεκριμένου δικαιούχου και [[είναι]] αποτιμητά σε [[χρήμα]], το [[βιός]] (α. «μοίρασαν την πατρική τους [[περιουσία]] δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]], από το [[περίσσευμα]] τών γνώσεων κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) (με ευρεία [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου<br />β) (με στενότερη [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εκκλησιαστική [[περιουσία]]» — η ακίνητη και κινητή [[ιδιοκτησία]] της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη [[θεία]] [[λατρεία]] ή και με την ευρύτερη πνευματική [[αποστολή]] της Εκκλησίας στον κόσμο<br />β) «μού στοίχισε μια [[περιουσία]]» — στοίχισε πολύ ακριβά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («[[ὥστε]] οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παροχή]], [[δυνατότητα]] («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβίωση]] («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι [[είναι]] απαραίτητο<br />β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με [[αφθονία]] («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ» <br />γ) | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> τα ενσώματα υλικά [[αγαθά]], το [[σύνολο]] τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο [[πρόσωπο]] συγκεκριμένου δικαιούχου και [[είναι]] αποτιμητά σε [[χρήμα]], το [[βιός]] (α. «μοίρασαν την πατρική τους [[περιουσία]] δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, [[χωρίς]] ιδιαίτερη [[προετοιμασία]], από το [[περίσσευμα]] τών γνώσεων κάποιου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> α) (με ευρεία [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου<br />β) (με στενότερη [[έννοια]]) το [[σύνολο]] τών αποτιμητών σε [[χρήμα]] δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εκκλησιαστική [[περιουσία]]» — η ακίνητη και κινητή [[ιδιοκτησία]] της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη [[θεία]] [[λατρεία]] ή και με την ευρύτερη πνευματική [[αποστολή]] της Εκκλησίας στον κόσμο<br />β) «μού στοίχισε μια [[περιουσία]]» — στοίχισε πολύ ακριβά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («[[ὥστε]] οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παροχή]], [[δυνατότητα]] («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβίωση]] («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι [[είναι]] απαραίτητο<br />β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με [[αφθονία]] («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῡ» <br />γ) «μετὰ περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με [[θάρρος]], με [[δύναμη]] («τρυφὴν ἀτιμάζων μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> περιττή [[προσθήκη]]<br /><b>2.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό ή [[δύναμη]] αντιπάλων) [[υπεροχή]] («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σωτηρία]], [[διάσωση]] («τίς οὖν ἡ ταύτης [[περιουσία]] τῶν φόβων ἀφηρημένων», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οὐσία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |