Anonymous

προλείπω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προλείπω''': μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω [[ὀπίσω]], [[ἐγκαταλείπω]], νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ [[δύναμαι]] πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ [[φρόνησις]] σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν [[Σιμωνίδης]] παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν [[προλείπω]], [[ἐγκαταλείπω]] τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― [[ἁπλῶς]] [[καταλείπω]], ἀφίνω, [[Ἀρκτοῦρος]] πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· [[ἄντρον]], ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) [[παραλείπω]] νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκλείπω]], ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· [[ὅταν]] αὐτὰ τὸ [[ἄνθος]] προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· [[μετὰ]] γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λείπω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]] Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.
|lstext='''προλείπω''': μέλλ.: -ψω, προχωρῶ καὶ ἀφίνω, ἀφίνω [[ὀπίσω]], [[ἐγκαταλείπω]], νεκρὸν Ἰλ. Ρ. 275· κτήματα... ἄνδρας τε Ὀδ. Γ. 314· τῷ σε οὐ [[δύναμαι]] πρ. δύστηνον ἐόντα Ν. 331· φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν Ψ. 120· μῆτίς σε προλέλοιπε, ἡ [[φρόνησις]] σὲ ἔχει ἐγκαταλίπει, Β. 279· φιλίην πρ. Θέογν. 1102· οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν [[Σιμωνίδης]] παρ’ Ἡροδ. 7. 227· πατέρα... ἐν λυγρῷ γήρᾳ Σοφ. Αἴ. 507· χώραν [[προλείπω]], [[ἐγκαταλείπω]] τὴν θέσιν μου, Θουκ. 2. 87· τὸ τῶν ξυμμάχων κοινὸν ὁ αὐτ. 1. 74· ― [[ἁπλῶς]] [[καταλείπω]], ἀφίνω, [[Ἀρκτοῦρος]] πρ. ῥόον Ὠκεανοῖο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 564· [[ἄντρον]], ἕδραν, θῶκον, κτλ., Πινδ. Π. 9. 50, Τραγ.· ψυχὴ πρ. τινὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1558. 2) [[παραλείπω]] νὰ πράξω τι, Θέογν. 351, οὕτω, πρ. μὴ οὐ ποιεῖν Σοφ. Ἠλ. 132. 3) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐκλείπω]], ἀφίνω τι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 917· [[ὅταν]] αὐτὰ τὸ [[ἄνθος]] προλίπῃ Πλάτ. Πολ. 601Β· μετὰ γεν., ἐφημερίων πρ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 321. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., [[λείπω]] ἐκ τῶν προτέρων, Ἀτρείδαις οὐ προλείπει [[φόνος]] Εὐρ. Ὀρ. 817· εἴ τῳ προλείποι ἡ [[ῥώμη]] Θουκ. 7. 75· ἐπὶ προσώπων, λιποψυχῶ, λιποθυμῶ, Εὐρ. Ἑκ. 438.
}}
}}
{{bailly
{{bailly