Anonymous

σκευάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138.
|lstext='''σκευάζω''': μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· ([[σκεῦος]], [[σκευή]]). Παρασκευάζω, [[ἑτοιμάζω]], [[μάλιστα]] δὲ [[ἑτοιμάζω]] τροφήν, [[μαγειρεύω]], πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα [[αὐτόθι]] 1104· [[ὄψον]] Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ [[δεῖπνον]] Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» [[φαγητόν]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) [[καθόλου]], [[ἑτοιμάζω]], σκ. κατὰ οἶκον, [[ἑτοιμάζω]] τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, [[προπαρασκευάζω]], «[[προμηθεύομαι]]», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· [[ὡσαύτως]], τόξα σκ. [[ἑαυτοῦ]] παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. [[ἐναντίον]] αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, [[παρασκευάζω]], [[ἐπιφέρω]], πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· [[ἐντεῦθεν]], [[ἐξασφαλίζω]], [[ἀπολαμβάνω]], Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 16· πρβλ. [[συσκευάζω]]. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, [[παρέχω]], «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) [[ἐνδύω]], [[στολίζω]], τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα [[αὐτόθι]] 12· σκ. τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· [[ὡσαύτως]], σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, [[ἐνδύω]] ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. [[ἐνσκευάζω]]. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, [[εἶναι]] κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[σκεῡος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῡ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῑ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῡχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.
|mltxt=ΝΑ [[σκεῡος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῡ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῑ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῡχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.
}}
}}
{{lsm
{{lsm