σκευάζω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A fut. σκευάσω Ar.Eq.372: aor. ἐσκεύασα Id.Ach.739, etc.; Dor. -αξα (κατ-) Ti.Locr.99a: pf. ἐσκεύακα Men.Sam.254:—Med., aor. ἐσκευασάμην Din.Fr.89.31: pf., v. infr.:—Pass., fut. σκευασθήσομαι Gal.6.501 as cited by Orib.4.1.16 (σκευασθῇ codd. Gal.), (κατα-) D.19.219: pf. ἐσκεύασμαι, Ion. 3pl. ἐσκευάδαται Hdt.4.58, and so of plpf. -ατο, Id.7.62; used in med. sense, E.Supp.1057, Lys.Fr.54: (σκεῦος, σκευή):—prepare, make ready, esp. prepare or dress food, (πρόβατα) Hdt.1.207, cf. 73; ὅ τι ἄν τις . . σκευάσῃ Ar.Eq.53; ἄλφιτα ib.1104 (Pass.); ὄψον Alex.49, Philem.79.2, Thphr. Char.20.9; τὸ δεῖπνον Pl.Com.46.2; θοίνη Pl.Tht.178d (Pass.); σκευάζω ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Str.9.3.3; κρέα ὀπτὰ σ. D.S.2.59: metaph., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι; Alex.133.1; περικόμματ' ἐκ σοῦ σκευάσω make mincemeat of you, Ar.Eq.372; ὑμᾶς . . φρυκτοὺς σκευάσω Id.V.1331:—Med., prepare for oneself, and then much like the Act., θοίνην E.HF956; ἄλφιτα Pl.R.372b.
2 generally, make ready, arrange, Hdt.1.80; make a barrier, IG12.44.9; κέραμον σκευάζω ib.313.164; χαλινὸν . . χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι giving it him to make, Pl.Prm.127a; σκευάζω ἡδονάς provide, procure, Id.R.559d:—Med., σ. τόξ' ἑαυτοῦ παισί made his arrows ready for (i.e. against) them, E.HF969; contrive, bring about, πόλεμον σκευάζω, προδοσίην σκευάζω, Hdt.5.103, 6.100.
3 collect σκεύη, of a burglar, h.Merc.285:—Med., c. acc., Lys.Fr.54, Din.Fr.89.31.
II of persons, furnish, supply, only in Pass., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι Hdt.1.188; ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται Id.4.58; ἐς πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα E.Supp.1057.
2 dress up, τὴν γυναῖκα σ. πανοπλίῃ Hdt.1.60; ἄνδρας τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι Id.5.20; τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ib.12; σ. τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Ar.Th.591; χοίρως ὑμὲ σκευάσας Id.Ach.739; σ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα X.An. 6.1.12; οὕτω σκευάσαντες ἑαυτούς Plu.Caes.31; also σ. τοὺς θεράποντας ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας, App.BC4.45,46; σ. εἴδωλόν τινι dress up an effigy of him, Hdt.6.58:—Pass., ἐσκευασμένοι = accoutred, Th.4.32; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος dressed up as... Ar.Ach.121; rarely of things, τὰ προπύλαια τύποισι . . ἐσκευάδαται are decorated with... Hdt.2.138.
III cheat, cozen, Men.Sam.254. (From iii B.C. sometimes written σκεα-, as παρασκεαστέον PTeb.703.248.)
German (Pape)
[Seite 893] bereiten, anrichten, machen, zurecht od. fertig machen; insbesondere Speisen zubereiten, zurichten, Her. 1, 73. 207; ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι, Alexis bei Ath. VII, 322 c; κωλήν τις ίδίως σκευαζόμενος, ib. I, 7 c; τὰ ἑφθὰ πάντα μεθ' ὕδατος ἐσκεύασται, Xen. Cyr. 6, 2, 28; τινὰς φρυκτούς, Ar. vesp. 1331; τινὰ ὡςπερ γυναῖκα, Thesm. 591; περικόμματ' ὲκ σοῦ σκευάσω, Equ. 372; ἐσκευασμένα ἄλφιτα, 1100; einrichten, Thuc. 2, 15; ἡδονάς, Plat. Rep. VI 11, 559 d; χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκε υάσαι, einen Zügel zu machen verdingen, Parm. 127 a, u. pass., σκευαζομένης θοίνης, Theaet. 178 d; ὀρχηστρίδα εἰσάγει, σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, ausputzen, Xen. An. 5, 9, 12. – Bes. ein Kriegsheer mit allem Nöthigen versehen, Her. 1, 60. 80; bewaffnen, bekleiden, γυναῖκα πανοπλίᾳ, 5, 12; τινὰ ἐσθῆτι, 5, 20. – Dah. σκευάζειν εἰς ὁπ λίτας, εἰς ὑπ ηρέτας, zu Schwerbewaffneten ausrüsten, zu Dienern einkleiden, Schweigh. App. 7, 32; εἰς Βάκχας, εἰς Σατύρους, als Bacchantinnen, als Satyrn auskleiden, Plut. – Med. für sich bereiten, σκευάζεται θοίνην, Eur. Herc. Fur. 956; εἴς τι πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα, Suppl. 1057; ἄλφιτα σκευαζόμενοι, Plat. Rep. II, 372 b; u. überh. bereiten, anstiften, πόλεμον, προδοσίαν σκευάζεσθαι, Verrath anstiften, Her. 5, 103. 6, 100; ἐσκευασμένος, u. in der 3. Pers. plur. pert. u. plusquampf. ἐσκευάδαται, ἐσκευάδατο, 4, 58. 7, 62. 66. 86. – Intrans., σκευάζειν κατ' οἶκον, herumwirthschaften im Hause, Wirthschaft und Unruhe machen, H. h. Merc. 285.
French (Bailly abrégé)
f. σκευάσω, ao. ἐσκεύασα, pf. inus.
Pass. f. σκευασθήσομαι, ao. ἐσκευάσθην, pf. ἐσκεύασμαι, pqp. ἐσκευάσμην;
mettre en état, accommoder, approprier, d'où
1 préparer, apprêter : θηρία HDT accommoder du gibier;
2 appareiller, équiper : τινα habiller ou parer qqn ; τινα πανοπλίῃ HDT revêtir qqn d'une armure complète ; Pass. être équipé, accoutré ; rar. en parl. de choses être orné, décoré de, τινι;
Moy. σκευάζομαι (f. inus., ao. ἐσκευασάμην, pf. ἐσκεύασμαι);
I. tr. préparer pour soi, acc.;
II. intr. 1 s'équiper, se vêtir;
2 faire ses paquets, déménager.
Étymologie: σκευή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευάζω [σκεῦος] klaarmaken, toebereiden (van voedsel); overdr.. παντοδαπὰς ἡδονάς σ. allerlei geneugten bereiden Plat. Resp. 559d. uitrusten met, voorzien van:; ταύτην τὴν γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ na die vrouw uitgerust te hebben met een volledige wapenrusting Hdt. 1.60.4; χοίρους γὰρ ὑμὲ σκευάσας φάσω φέρειν want ik zal jullie vermommen en dan zeggen dat ik biggetjes bij me heb Aristoph. Ach. 739; ptc. perf. pass. ἐσκευασμένος uitgerust (als):; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος als eunuch uitgedost Aristoph. Ach. 121; goed voorbereid:; ἄλφιτα σοι ποριῶ’ σκευασμένα ik zal je gerstemeel kant en klaar verschaffen Aristoph. Eq. 1104; overdr. beetnemen, bedriegen:. Μοσχίων ἐσκεύκακέν με Moschion heeft me beduveld Men. Sam. 599.
Russian (Dvoretsky)
σκευάζω: (fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)
1 (о пище), готовить, приготовлять, (τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; κρέα ὀπτά Diod.): ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. из ячменя приготовлять себе крупу; σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски;
2 изготовлять, делать (τινὶ εἴδωλον σ. Her.; χαλινόν Plat.);
3 готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять (ἡδονήν Plat.): τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον σκευάζεσθαι Her. готовиться к войне с (персидским) царем; εἰς πρᾶγμα νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. затевать нечто новое;
4 наделять, снабжать (только pass.) (σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Her.): τοῖσι ποταμοῖσι οὕτω οἱ Σκύθαι ἐσκευάδαται Her. так вот какими реками располагают скифы; λαμβάνων τι καὶ σκευαζόμενος Plut. захватывая что-л. и делая запасы;
5 одевать, наряжать (τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Arph.): εὐνοῦχος ἐσκευασμένος Arph. наряженный евнухом;
6 вооружать (τινὰ πανοπλίῃ Her.): ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. все в полном вооружении;
7 украшать (τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται Her.).
Greek Monolingual
ΝΑ σκεῦος
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) συσκευάζω
αρχ.
1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.)
2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῖτα», Ηρόδ.)
3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῦ σκευάσω», Αριστοφ.)
4. διευθετώ, τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, παρατάσσω («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», Ηρόδ.)
5. κατασκευάζω («χαλινὸν... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι», Πλάτ.)
6. προπαρασκευάζω, ετοιμάζω («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», Πλάτ.)
7. (σχετικά με πρόσ.) χορηγώ, παρέχω, προμηθεύω («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», Ηρόδ.)
8. ντύνω, κοσμώ, στολίζω (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», Πλούτ.
β. «ταύτην τὴν γυναίκα σκευάσαντες πανοπλίῃ», Ηρόδ.
γ. «εὐνοῦχος ἡμῖν ἦλθες ἐσκευασμένος», Αριστοφ.)
9. μτφ. α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) τακτοποιώ, συγυρίζω, κανονίζω
β) απατώ, εξαπατώ
10. (το μέσ.) σκευάζομαι
α) παρασκευάζω, προετοιμάζω για τον εαυτό μου
β) επιφέρω κάτι, γίνομαι πρόξενος για κάτι («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον ἐσκευάζοντο», Ηρόδ.)
11. φρ. α) «σκευάζω τινὰ εἴς τι» — μεταμορφώνω, μεταμφιέζω κάποιον σε κάτι, Αππ.)
β) «σκευάζω εἴδωλόν τινι» — ντύνω το ομοίωμα κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του.
Greek Monotonic
σκευάζω: μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ἐσκεύασα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσκευασάμην — Παθ., μέλ. σκευασθήσομαι, παρακ. ἐσκεύασμαι, Ιων. γʹ πληθ. ἐσκευάδαται· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. -ατο (σκεῦος)·
I. 1. προετοιμάζω, ετοιμάζω, ιδίως, παρασκευάζω, ετοιμάζω, μαγειρεύω ή γαρνίρω το φαγητό, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, κόβω ένα κομμάτι κρέατος σε πολύ μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.
2. Μέσ., ετοιμάζω κάτι για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.
3. γενικά, ετοιμάζω, καθιστώ κάτι έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· σκευάζω ἡδονάς, παρέχω, προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω, σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το μηχανάομαι, επινοώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για πρόσωπα,
1. εφοδιάζω, προμηθεύω, εξοπλίζω — Παθ., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος, στον ίδ.· ποταμοῖσι Σκύθαι ἐσκευάδαται, στον ίδ.
2. ντύνω, κοσμώ, διακοσμώ, καλλωπίζω, στολίζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., ἐσκευασμένοι, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
σκευάζω: μέλλ. -άσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ἀόρ. ἐσκεύασα Ἀριστοφ. Πλάτ.· Δωρ. -αξα (κατ-) Τίμ. Λοκρ. 99Α - Μέσ., ἀόρ. ἐσκευασάμην Δεινάρχ. Ἀποσπ. 31· πρκμ., ἴδε κατωτ. - Παθητ., μέλλ. -ασθήσομαι Ὀρειβάσ.· (κατα-) Δημ.· -πρκμ. ἐσκεύασμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. ἐσκευάδαται, καὶ τοῦ ὑπερσυντ. -ατο, Ἡρόδ.· κεῖται δὲ ἐπὶ σημασ., Εὐρ. Ἱκέτ. 1057, Λυσ. Ἀποσπ. 54· (σκεῦος, σκευή). Παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, μάλιστα δὲ ἑτοιμάζω τροφήν, μαγειρεύω, πρόβατα Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 73· ὅ τι ἄν τις ... σκευάσῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 53· ἄλφιτα αὐτόθι 1104· ὄψον Ἄλεξ. ἐν «Δημητρίῳ» 5, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1· τὸ δεῖπνον Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Διῒ κακουμένῳ» 1· θοίνην Πλάτ. Θεαίτ. 178D· σκ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Στράβ. 418· κρέα ὀπτὰ σκ. Διόδ. 2. 59· μεταφορ., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς χρὴ σκευάσαι Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· σκ. ἔκ τινος περικόμματα, «κοπανιστὸν» φαγητόν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· ὑμᾶς ... φρυκτοὺς σκευάσω ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1331. - Μέσ., παρασκευάζω δι’ ἐμαυτόν· καὶ ἀκολούθως σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., θοίνην Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 956· ἄλφιτα Πλάτ. Πολ. 372Β. 2) καθόλου, ἑτοιμάζω, σκ. κατὰ οἶκον, ἑτοιμάζω τὰ πάντα ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 285· χαλινὸν ... χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι, νὰ κατασκευασῃ, Πλάτ. Παρμ. 127Α· σκ. ἡδονάς, προπαρασκευάζω, «προμηθεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 559D· ὡσαύτως, τόξα σκ. ἑαυτοῦ παισί, διὰ τὰ τέκνα του (δηλ. ἐναντίον αὐτῶν), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 969· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς τὸ μηχανᾶσθαι, ἐπινοῶ, παρασκευάζω, ἐπιφέρω, πόλεμον, προδοσίην, σκ. Ἡρόδ. 5. 103., 6. 100· ἐντεῦθεν, ἐξασφαλίζω, ἀπολαμβάνω, Λυσ. Ἀποσπ. 32, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 16· πρβλ. συσκευάζω. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, χορηγῶ, παρέχω, «προμηθεύω», μόνον ἐν τῷ παθ., σιτίοισι καὶ προβάτοισι εὖ ἐσκευασμένος Ἡρόδ. 1. 188· ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται· ὁ αὐτ. 4. 58· ἐς πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα Εὐρ. Ἱκέτ. 1047. 2) ἐνδύω, στολίζω, τὴν γυναὶκα σ. πανοπλίῃ Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 80· ἄνδρας τῆ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι ὁ αὐτ. 5. 20· τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα αὐτόθι 12· σκ. τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 591· σκ. τινα [ὡς] χοῖρον ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 739· σκ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12· οὕτω σκευάσαντες ἑαυτοὺς (ἐξυπακ. ὡς οἰκέτας) Πλουτ. Καῖσ. 31· ὡσαύτως, σκ. τινὰς ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 45, 46· - σκ. εἴδωλόν τινι, ἐνδύω ὁμοίωμά τι κατὰ τὸν τρόπον αὐτοῦ, Ἡρόδ. 6. 58· πρβλ. ἐνσκευάζω. - Παθ., ἐσκευασμένοι, ἐντελῶς παρεσκευασμένοι, ἐνδεδυμένοι τελείως, Θουκ. 4. 32· εὐνοῦχος ἐσκευασμένος, ἐνδεδυμένος ὡς ..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 121· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τὰ προπύλαια τύποισι ... ἐσκευάδαται, εἶναι κεκοσμημένα διά ..., Ἡρόδ. 2. 138.
Middle Liddell
σκεῦος
I. to prepare, make ready, esp. to prepare or dress food, Hdt., Ar.; σκ. ἔκ τινος περικόμματα to make mincemeat of him, Ar.:—Mid. to prepare for oneself, Eur., Plat.
2. generally to make ready, Hhymn.; σκ. ἡδονάς to provide, procure, Plat.:—Mid., like μηχανάομαι, to contrive, bring about, Hdt.
II. of persons, to furnish, supply:—Pass., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Hdt.; ποταμοῖσι Σκύθαι ἐσκευάδαται Hdt.
2. to dress up, dress out, Hdt., Ar., etc.:— Pass., ἐσκευασμένοι fully accoutred, Thuc.; of things, τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται are decorated with figures, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=ἑτοιμάζω). Ἀπό τό οὐσ. σκευή (=ἑτοιμασία, ροῦχα) πού παράγεται ἀπό τό σκεῦος.
Παράγωγα: σκευασία, συσκευασία, σκεύασις, παρασκεύασις, σκεύασμα, παρασκεύασμα, σκευαστέον, σκευαστής, παρασκευαστής, ἐπισκευαστής, σκευαστός, ἀσυσκεύαστος, ἐπισκευαστός, παρασκευαστός, παρασκευαστικός.
Lexicon Thucydideum
instruere, disponere, to draw up, arrange, 2.15.5,
PASS. instrui, to be equipped, 4.32.2, 4.33.2.