Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σχάζω''': ἀπαρ. κατασχᾶν, [[ὥσπερ]] ἐξ ὁριστικῆς [[σχάω]], παρ’ Ἱππ. 122. Β οὕτω παρατ. [[ἔσχων]] Ἀριστοφ. Νεφ. 409· γ΄ πληθ. [[ἐσχάζοσαν]] Λυκόφρ. 21· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 219 - μέλλ. σχάσω (ἀπο-) Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5· ἀόρ. ἔσχᾰσα Πίνδ., Ἀττ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐσχασάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 107, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 5· -Παθητ., μέλλ. σχασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐσχάσθην Ἱππ. 881Η, Πλούτ., κλπ.· πρκμ. ἔσχασμαι Διοσκ. 3. 160. (Πιθ. συγγενὲς τῷ σκεδάννυμι, πρβλ. καὶ χάζομαι). Πρώτη [[σημασία]], ἀφίνω ἐλεύθερον, λύω, 1) [[σχίζω]], ἀνοίγω, οὐκ [[ἔσχων]] ἀμελήσας [τὴν γαστέρα], ἐξ ἀμελείας δὲν ἤνοιξα τὴν κοιλίαν, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 409· σχ. [[φλέβα]], ἀνοίγω [[φλέβα]], Ἱππ. 1185C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, Πλούτ., κλπ.· ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω, σχ. φλεγμονήν, δι’ ἐγχειρητικοῦ μαχαιρίου ἀνοίγω οἴδημά τι, [[σχίζω]] αὐτό, Γαλην.)· [[συχνάκις]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[φλέβα]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6, 7, κλπ· σχ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν, φλεβοτομῶ [[ὑποκάτω]] τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 3· σχ. τὸν ἀγκῶνα, δηλ. φλεβοτομῶ κατὰ τὸν ἀγκῶνα ἢ τὸν βραχίονα, Ἱππ. 552. 40, πρβλ. 516. 47· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτιατ., σχ. τομὴν, [[κάμνω]] ἐντομήν, ἐγκοπήν, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 7· σχ. αἶμα Πολυδ. Β΄, 215· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., διὰ φλεβοτομίας καθαίρομαι, Ἀντισταθ. παρὰ Στοβ. 165. 17. 2) ἐπὶ ἀνθέων πορφυρέας ἐσχάσαμεν κάλυκας Ἀνθ. Π. 6. 345· [[στόμα]] Λυκόφρ. 28· οὕτω μεταφορ., [[θάλαμον]] σχάσε [[μῆνις]] Ἀνθ. Π. 9. 422. ΙΙ. ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, σχ. τὴν οὐρὰν Ξεν. Κυν. 3. 5· ἄκραν βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, ἀνοίξας διὰ τοῦ σχοινίου τὴν ἀφετηρίαν, Λατ. aperire carceres, Λυκόφρ. 13· οὕτω, σχ. ὕσπληγγα Ἡλιόδ. 4. 3. σχ. πεύκης ὀδόντας = σχ. ἄγκυραν, Λυκόφρ. 99 ([[ἀλλά]], κἀπὸ γῆς [[ἐσχάζοσαν]] ὕσπληγγας, «ἀνέσπασαν τὰς ἀγκύρας» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 21)· σ. τὰ φράγματα Ἀθήν. 130Α. ― Μέσ., τὰς ὀφρῦς σχάσασθε, καταβιβάσατε τὰς ὀφρῦς, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 5 μεταφορ., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, καταλιπών, ἐγκαταλιπὼν τὴν ἱππικήν, «καταπαύσας» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 107. 2) ἀφίνω, παραμελῶ, [[ἐγκαταλείπω]], σχάσας τὴν φροντίδα, ἀποβαλών, [[αὐτόθι]] 740 (κατ’ ἄλλους, φλεβοτομήσας τὸν νοῦν σου, καθαρίσας αὐτὸν διὰ φλεβοτομίας, ἴδε ἀνωτ.)· σχ. τὰς μηχανάς, ἀφίνω τὰς μηχανὰς νὰ ἐνεργήσωσι, Πλουτ. Μάρκελλ. 15· σχ. τὸ παττάλιον Πολυδ. ϛʹ, 114· ἀφίνω ἄρθρον τι ἐλεύθερον καὶ [[ἔπειτα]] [[πάλιν]] [[μετὰ]] βίας [[σύρω]] αὐτό, τοποθετῶ ἢ διορθώνω διὰ βιαίας κινήσεως, ἐν τῷ παθ. τύπῳ σχᾶται, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797, κλπ. 3) [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Λατ. inhibere, κώπαν σχάσον, δηλ. παῦσαι κωπηλατῶν, Πινδ. Π. 10. 79, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 809, Καλλ. Ἀποσπ. 104· σχάσον δὲ δεινὸν [[ὄμμα]] καὶ θυμοῦ πνοὰς Εὐρ. Φοίν. 454· γῆρυν ἄφθογγον σχάσας [[αὐτόθι]] 969, πρβλ. Πινδ. Ν. 4. 104. 4) [[παραδίδω]], προδίδω, [[ἐγκαταλείπω]], τινί τι Λυκόφρ. 329.
|lstext='''σχάζω''': ἀπαρ. κατασχᾶν, [[ὥσπερ]] ἐξ ὁριστικῆς [[σχάω]], παρ’ Ἱππ. 122. Β οὕτω παρατ. [[ἔσχων]] Ἀριστοφ. Νεφ. 409· γ΄ πληθ. [[ἐσχάζοσαν]] Λυκόφρ. 21· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 219 - μέλλ. σχάσω (ἀπο-) Κράτης ἐν Ἀδήλ. 5· ἀόρ. ἔσχᾰσα Πίνδ., Ἀττ.· - Μέσ., ἀόρ. ἐσχασάμην Ἀριστοφ. Νεφ. 107, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 5· -Παθητ., μέλλ. σχασθήσομαι Ἑβδ.· ἀόρ. ἐσχάσθην Ἱππ. 881Η, Πλούτ., κλπ.· πρκμ. ἔσχασμαι Διοσκ. 3. 160. (Πιθ. συγγενὲς τῷ σκεδάννυμι, πρβλ. καὶ χάζομαι). Πρώτη [[σημασία]], ἀφίνω ἐλεύθερον, λύω, 1) [[σχίζω]], ἀνοίγω, οὐκ [[ἔσχων]] ἀμελήσας [τὴν γαστέρα], ἐξ ἀμελείας δὲν ἤνοιξα τὴν κοιλίαν, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 409· σχ. [[φλέβα]], ἀνοίγω [[φλέβα]], Ἱππ. 1185C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, Πλούτ., κλπ.· ἐκ βραχιόνων τὰς φλέβας Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.· (οὕτω, σχ. φλεγμονήν, δι’ ἐγχειρητικοῦ μαχαιρίου ἀνοίγω οἴδημά τι, [[σχίζω]] αὐτό, Γαλην.)· [[συχνάκις]] καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[φλέβα]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6, 7, κλπ· σχ. ὑπὸ τὴν γλῶτταν, φλεβοτομῶ [[ὑποκάτω]] τῆς γλώσσης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 3· σχ. τὸν ἀγκῶνα, δηλ. φλεβοτομῶ κατὰ τὸν ἀγκῶνα ἢ τὸν βραχίονα, Ἱππ. 552. 40, πρβλ. 516. 47· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., σχ. τομὴν, [[κάμνω]] ἐντομήν, ἐγκοπήν, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1, 7· σχ. αἶμα Πολυδ. Β΄, 215· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., διὰ φλεβοτομίας καθαίρομαι, Ἀντισταθ. παρὰ Στοβ. 165. 17. 2) ἐπὶ ἀνθέων πορφυρέας ἐσχάσαμεν κάλυκας Ἀνθ. Π. 6. 345· [[στόμα]] Λυκόφρ. 28· οὕτω μεταφορ., [[θάλαμον]] σχάσε [[μῆνις]] Ἀνθ. Π. 9. 422. ΙΙ. ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, σχ. τὴν οὐρὰν Ξεν. Κυν. 3. 5· ἄκραν βαλβῖδα μηρίνθου σχάσας, ἀνοίξας διὰ τοῦ σχοινίου τὴν ἀφετηρίαν, Λατ. aperire carceres, Λυκόφρ. 13· οὕτω, σχ. ὕσπληγγα Ἡλιόδ. 4. 3. σχ. πεύκης ὀδόντας = σχ. ἄγκυραν, Λυκόφρ. 99 ([[ἀλλά]], κἀπὸ γῆς [[ἐσχάζοσαν]] ὕσπληγγας, «ἀνέσπασαν τὰς ἀγκύρας» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 21)· σ. τὰ φράγματα Ἀθήν. 130Α. ― Μέσ., τὰς ὀφρῦς σχάσασθε, καταβιβάσατε τὰς ὀφρῦς, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Ἑορταῖς» 5 μεταφορ., σχασάμενος τὴν ἱππικήν, καταλιπών, ἐγκαταλιπὼν τὴν ἱππικήν, «καταπαύσας» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 107. 2) ἀφίνω, παραμελῶ, [[ἐγκαταλείπω]], σχάσας τὴν φροντίδα, ἀποβαλών, [[αὐτόθι]] 740 (κατ’ ἄλλους, φλεβοτομήσας τὸν νοῦν σου, καθαρίσας αὐτὸν διὰ φλεβοτομίας, ἴδε ἀνωτ.)· σχ. τὰς μηχανάς, ἀφίνω τὰς μηχανὰς νὰ ἐνεργήσωσι, Πλουτ. Μάρκελλ. 15· σχ. τὸ παττάλιον Πολυδ. ϛʹ, 114· ἀφίνω ἄρθρον τι ἐλεύθερον καὶ [[ἔπειτα]] [[πάλιν]] μετὰ βίας [[σύρω]] αὐτό, τοποθετῶ ἢ διορθώνω διὰ βιαίας κινήσεως, ἐν τῷ παθ. τύπῳ σχᾶται, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797, κλπ. 3) [[ἀναχαιτίζω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, Λατ. inhibere, κώπαν σχάσον, δηλ. παῦσαι κωπηλατῶν, Πινδ. Π. 10. 79, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 809, Καλλ. Ἀποσπ. 104· σχάσον δὲ δεινὸν [[ὄμμα]] καὶ θυμοῦ πνοὰς Εὐρ. Φοίν. 454· γῆρυν ἄφθογγον σχάσας [[αὐτόθι]] 969, πρβλ. Πινδ. Ν. 4. 104. 4) [[παραδίδω]], προδίδω, [[ἐγκαταλείπω]], τινί τι Λυκόφρ. 329.
}}
}}
{{bailly
{{bailly