Anonymous

συναγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνᾰγορεύω''': (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. [[συνεῖπον]], πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ [[ἀγορεύω]], συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[συμβουλεύω]], τινί, ἀντίθετ. τῷ [[ἀντιλέγω]], Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερασπίζω]] τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., σ. τινὸς [[σωτηρία]] Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ [[αὐτόθι]] 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
|lstext='''συνᾰγορεύω''': (ὁ ἐν χρήσει μέλλων εἷναι συνερῶ, ἀόρ. [[συνεῖπον]], πρκμ. συνείρηκα). Ἀπὸ κοινοῦ [[ἀγορεύω]], συνηγορῶ, μετά τινος περὶ τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, ξ. τί τινι Θουκ. 7. 49· τι Ξεν. Κύρ. 2. 2, 21, Πλούτ., κλπ.· μετ’ ἀπαρ., σ. ποιεῖν τι Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 20· ἐπιφερομένης προτάσεως διὰ τοῦ ὡς, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 2, 24. 2) ἀπὸ κοινοῦ [[συμβουλεύω]], τινί, ἀντίθετ. τῷ [[ἀντιλέγω]], Λυσί. 122. 23. 3) σ. τινί, ὁμιλῶ μετά τινος ἢ ὑπέρ τινος ἐπὶ προσώπου, [[ὑποστηρίζω]], [[ὑπερασπίζω]] τινά, Θουκ. 6. 6., 8. 84, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 16, κτλ. ― Παθ., βάλλω τινὰ νὰ συνηγορήσῃ [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ, Πλούτ. 2. 841Ε. 4) μετὰ δοτ. πράγμ., σ. τινὸς [[σωτηρία]] Δημ. 194. 22· σ. νόμῳ Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 3. 20· τῇ συμμαχίᾳ [[αὐτόθι]] 24· ταῖς ἐπιθυμίαις Ἰσοκρ. 82C· σ. τοῖς λεγομένοις, συναινεῖν ἢ συμφωνεῖν τοῖς λεγομένοις, ὁ αὐτ. 69Β.
}}
}}
{{bailly
{{bailly