Anonymous

τραγῳδέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγῳδέω''': [[παριστάνω]] τραγῳδίαν ([[κυρίως]], ᾄδω αὐτήν, πρβλ. [[τραγῳδία]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) [[μετὰ]] τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., [[παριστάνω]] τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθεσις]] τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος [[στέφανος]], [[περίφημος]] ἐν τῇ [[τραγῳδία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., [[λέγω]], διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· [[ὄνομα]] τρ., κοσμῶ, [[καλλύνω]], [[καλλωπίζω]] λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «[[ἀείδω]], τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10.
|lstext='''τρᾰγῳδέω''': [[παριστάνω]] τραγῳδίαν ([[κυρίως]], ᾄδω αὐτήν, πρβλ. [[τραγῳδία]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) μετὰ τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., [[παριστάνω]] τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ [[ἐμαυτοῦ]] ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[ὑπόθεσις]] τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος [[στέφανος]], [[περίφημος]] ἐν τῇ [[τραγῳδία]], Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., [[λέγω]], διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· [[ὄνομα]] τρ., κοσμῶ, [[καλλύνω]], [[καλλωπίζω]] λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «[[ἀείδω]], τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly