τραγῳδέω

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδέω Medium diacritics: τραγῳδέω Low diacritics: τραγωδέω Capitals: ΤΡΑΓΩΔΕΩ
Transliteration A: tragōidéō Transliteration B: tragōdeō Transliteration C: tragodeo Beta Code: tragw|de/w

English (LSJ)

A act a tragedy, Ar.Nu.1091.
2 c. acc. objecti, represent or exhibit in tragedy, τινας Id.Th.85; τ. τὴν Ἀνδρομέδαν Luc.Hist.Conscr.1; τὰ παιδία.. τ. ὅτι ἂν ἴδῃ καὶ θαυμάσῃ Arr.Epict.3.15.5:—Pass., to be made the subject of a tragedy, Isoc. 9.6, 15.136, Str.9.5.22, etc.; ὁ τραγῳδούμενος στέφανος famous in tragedy, Plu.Alex.35; τὰ τραγῳδούμενα subjects of tragedy, Id.2.837c.
3 metaph., make famous or well known, τὸ τάχιστον τετραγῳδημένον ἐν τῷ διώκειν, of Achilles, Arist.Ph.239b25; ὅσα περὶ τὸ πρόσωπον φαίνεται τετραγῳδημένα κατὰ τὸ προγνωστικὸν ὑφ' Ἱπποκράτους Steph. in Gal.1.246D.
II metaph., tell in tragic style, declaim, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει D.18.13, cf. 19.189; ὀνόματα τ. dress up words, Pl.Cra.414c:—Pass., ib.418d, Phld.Oec.p.24J.; also, exaggerate, τραγῳδεῖν ἂν δόξειε μᾶλλον ἢ ἀληθεύειν would seem to be romancing, Gal.UP 16.4; μὴ τ. τὸ πρᾶγμα (sc. τὸ ἀποθανεῖν), ἀλλ' εἰπὲ ὡς ἔχει Arr.Epict.4.7.15; στολαὶ τετραγῳδημέναι exlravagant, flaunting robes, Antiph.36; τετραγῳδημένοι pompous, braggart, D.S.5.31.

German (Pape)

[Seite 1133] eine Tragödie oder ein Trauerspiel darstellen (eigtl. es absingen), u. übh. Etwas tragisch darstellen, ὁτιὴ τραγῳδῶ καὶ κακῶς αὐτὰς λέγω, Ar. Thesm. 85. – Dah. übertr., im hohen, prachtvollen Tone des Trauerspiels singen, erzählen, darstellen; u. gew. mit tadelndem Nebenbegriff, übertreiben, mit Schmuck überladen, bes. vom Ausdruck; Plat. Crat. 414 c; τετραγῳδημένον, 418 d; Dem. 18, 13; Sp.; βίος τραγῳδούμενος, ein prächtiges, mit Glanz und Aufwand verbundenes Leben; τραγῳδεῖν τὴν ὠμότητα, Pol. 7, 7, 2, mit starken Farben schildern. – Später übh. Declamiren, Recitiren, Schol. Theocr. 1, 19.

French (Bailly abrégé)

τραγῳδῶ :
part. pf. Pass. τετραγῳδημένος;
litt. chanter pendant l'immolation du bouc aux fêtes de Bacchus, d'où :
1 figurer dans un chœur tragique, jouer une tragédie;
2 mettre en scène dans une tragédie ; Pass. être un sujet de tragédie;
3 agir, se vêtir, parler à la façon des acteurs tragiques ; p. ext. débiter d'un ton tragique, parler avec emphase, faire sonner haut.
Étymologie: τραγῳδός.

Russian (Dvoretsky)

τραγῳδέω:
1 исполнять роль в трагедии, играть (на сцене) (τὴν Ἀνδρομέδαν Luc.);
2 описывать в трагедии, изображать (τραγῳδούμενα πάθη καὶ πράγματα Plut.): τὰ τραγῳδούμενα Plat. трагедийные темы;
3 перен. изображать или произносить в трагическо-приподнятом стиле (τι Plat.): ἀνατατικὸς καὶ τετραγῳδημένος Diod. величественно-угрожающий; ὡς γράφει καὶ τραγῳδεῖ Θεόπομπος Plut. как пишет с трагическим пафосом Феопомп.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδέω: παριστάνω τραγῳδίαν (κυρίως, ᾄδω αὐτήν, πρβλ. τραγῳδία), Ἀριστοφ. Νεφ. 1091. 2) μετὰ τοῦ ἀντικειμ. κατ’ αἰτ., παριστάνω τι ἐν τραγῳδίᾳ, τινας Ἀριστοφ. Θεσμ. 85· τρ. τὴν Ἀνδρομέδαν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 1· τραγ. τι παρ’ ἐμαυτοῦ ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 39. ― Παθητ., γίνομαι ὑπόθεσις τραγῳδίας, Ἰσοκρ. 190Α, περὶ Ἀντιδ. § 144, Στράβ. 443, κλπ.· λέγομαι διὰ τραγικῆς φράσεως, Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 4· ὁ τραγῳδούμενος στέφανος, περίφημος ἐν τῇ τραγῳδία, Πλουτ. Ἀλέξ. 35· τὰ τραγῳδούμενα, ὑποθέσεις τῆς τραγῳδίας, ὁ αὐτ. 2. 837D. ΙΙ. μεταφορ., λέγω, διηγοῦμαι ἐν τραγικῇ φράσει, ἀπαγγέλω τραγικῶς, ἡλίκα νῦν ἐτραγῴδει Δημ. 229. 18, πρβλ. 400. 17· ὄνομα τρ., κοσμῶ, καλλύνω, καλλωπίζω λέξιν, Πλάτ. Κρατύλ. 414C, πρβλ. 418D. ― Παθητ., στολαὶ τετραγῳδημέναι, ὡς ἐν τῇ τραγῳδίᾳ μεγαλοπρεπεῖς καὶ πομπώδεις, Ἀντιφ. ἐν «Ἀντείᾳ» 3· τετραγῳδημένοι, κόμπου πλήρεις, κομπορρήμονες, Διόδ. 5. 31. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς καὶ νῦν ᾄδω, τραγουδῶ, οὐκ ἐτραγῴδουν, οὐ παιᾶνας ᾖδον; Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σ. 171Α· «ἀείδω, τραγῳδῶ» Σχόλ. εἰς Ὀππ. Κυνηγ. 1, 1, Μακάρ. 224, Μαλάλ. 288, 10.

Greek Monotonic

τρᾰγῳδέω: μέλ. τραγῳδήσω, (τραγῳδός),
I. 1. παριστάνω τραγωδία, σε Αριστοφ.
2. με αιτ. αντικ., παριστάνω κάτι σε τραγωδία, σε Λουκ. — Παθ., γίνομαι υπόθεση τραγωδίας, σε Ισοκρ. κ.λπ.
II. μεταφ., διηγούμαι σε τραγική φράση, απαγγέλλω σε τραγικό στίχο, σε Δημ.

Middle Liddell

τρᾰγῳδέω, fut. -ήσω τραγῳδός
I. to act a tragedy, Ar.
2. c. acc. objecti, to represent in tragedy, Luc.:—Pass. to be the subject of a tragedy, Isocr., etc.
II. metaph. to tell in tragic phrase, to declaim, Dem.