Anonymous

τρυφερός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῠφερός''': -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, [[μετὰ]] τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
|lstext='''τρῠφερός''': -ά, -όν, (τρυφὴ) ὡς καὶ νῦν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[ἁβρός]], αὐχὴν Βατραχομ. 66· [[πλόκαμος]] Εὐρ. Βάκχ. 150· χεῖρες, [[χρώς]], σὰρξ Ἀνθ. Π. 5. 66, 151., 12. 136· ἐπὶ ἀμυγδάλων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 255· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἡ τρυφερὰ [[μαλακότης]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 901. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐπὶ τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἕξεων αὐτῶν, ὡς τὸ [[ἁβρός]], [[ἁβροδίαιτος]], Ἀριστοφ. Σφ. 551, κλπ.· ἡ τρυφερὰ καὶ [[καλλιτράπεζος]] Ἰωνία Καλλίας ἢ Διοκλῆς ἐν «Κύκλωψι» 2· θηρίκλειον [[ὄργανον]] τῆς τρυφερᾶς ἀπὸ Λέσβου σεμνοπότου σταγόνος πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάνης ἐν «Ὁμοίοις» 1· τρυφερῷ βίῳ σύνεστιν Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 1, 9· τρυφεροῖσι τρόποις Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 4· ― τὸ τρυφερόν, ἡ [[τρυφερότης]], ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν Θουκ. 1. 6· ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., τρυφερῶς, ζῶσι γὰρ ἀκολάστως πρὸς ἅπασαν ἀκολασίαν καὶ τρυφερῶς Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 6· [[ὡσαύτως]] οὐδ. ὡς ἐπίρρ., τρυφερόν τι διασαλακωνίζειν, μετὰ τρυφερότητος, Ἀριστοφ. Σφ. 1169· τρ. λαλεῖν Θεόκρ. 20. 7, πρβλ. 21. 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly