Anonymous

τεῦχος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεῦχος''': -εος, τό, ([[τεύχω]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ὅπλον]], [[ἐργαλεῖον]], [[ὄργανον]]· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τεύχεα, 1) ὡς τὸ [[ἔντεα]], ὄργανα πολεμικά, ὅπλα, Ὅμ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· πληρέστερον, ἀρήια τεύχεα, πολεμήια τ. Ἰλ. Ζ. 340., Η. 193· χρύσεια, χαλκήρεα Κ. 439., Ο. 544· ποικίλα, αἰόλα, παμφανόωντα, μαρμαίροντα Γ. 327., Ε. 295., Σ. 617, κλπ.· ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ὅλου ὁπλισμοῦ τοῦ πολεμιστοῦ, [[πανοπλία]], τεύχεα δύειν ἢ δύνειν Ζ. 340, κ. ἀλλ.· ἐσδύνειν Ὀδ. Ω. 498· καταδῦναι Ἰλ. Δ. 222, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., τεύχεα περιέσσαι τινὰ Σ. 451· ἀποδύειν, ἐκδύεσθαι Δ. 532., Γ. 114, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], χαλκήρεα τεύχε’ ἀπ’ ὤμων συλήσειν Ο. 544· Ἕκτορι δ’ ἥρμοσε τεύχε’ ἐπὶ χροῒ Ρ. 210, πρβλ. [[ἀραβέω]], *[[βράχω]], [[ἐξεναρίζω]]· - οὕτω τεύχη παρὰ Τραγ., ὡς Σοφ. Αἴ. 571, 577, κλπ.· ἀσυναίρ. τεύχεα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 398 (Λυρ.). 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐξάρεια ὄργανα καὶ σκεύη τοῦ πλοίου, κῶπαι καὶ τὰ ὅμοια, ἐγκοσμεῖτε τὰ τ. νηῒ μελαίνῃ Ὀδ. Ο. 218· τ. δὲ σφ’ ἀπένεικαν Π. 326. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις) καθ’ ἑνικόν, [[ἀγγεῖον]] παντὸς εἴδους, [[λουτήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128 (ὁ Blomf. κύτει, [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· τεφροδόχος [[ὑδρία]], [[αὐτόθι]] 435, Σοφ. Ἠλ. 1114, 1120· [[κάλπη]] ψηφοφορίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 815, Εὐμ. 742· [[ἀγγεῖον]] σπονδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 69, Εὐρ. Ι. Τ. 168· [[ἀγγεῖον]], [[ὑδρία]], [[στάμνος]] πρὸς μετακόμισιν ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 609, Ἀνδρ. 167· [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1184· [[ἀμφορεύς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 107· [[ἀγγεῖον]] δι’ ἀρώματα, [[αὐτόθι]] 179· [[ἀμίς]], [[οὐροδοχεῖον]], περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ [[τεῦχος]] οὐ μύρου πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· ἴδε [[οὐράνη]]· μικρὸν πλατύσταμνον [[ἀγγεῖον]], «βάζον», Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 4, 28· ξύλινα τ., κιβώτια, [[αὐτόθι]] 7. 5, 14· ἀλφίτων τ., [[κάδος]] δι’ ἄλευρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 7, 11· [[κυψέλη]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος· [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνθρώπινον [[σῶμα]] ὡς περιέχον τὰ [[ἐντόσθια]], πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10· [[τεῦχος]] νεοσσῶν [[λευκόν]], ᾠόν, Εὐρ. Ἑλ. 258. IV. [[μετὰ]] τοὺς Ἀλεξανδρίνους χρόνους καὶ ἐπὶ βιβλίου, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ., Ἀνθολ. Π. 9. 239, πρβλ. Ἰακώψ. σελ. 13· [[ὅθεν]] [[πεντάτευχος]], [[ὀκτάτευχος]], κλπ.
|lstext='''τεῦχος''': -εος, τό, ([[τεύχω]]) [[κυρίως]] ὡς τὸ [[ὅπλον]], [[ἐργαλεῖον]], [[ὄργανον]]· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. τεύχεα, 1) ὡς τὸ [[ἔντεα]], ὄργανα πολεμικά, ὅπλα, Ὅμ., Ἡσ., καὶ μεταγεν. Ἐπικ.· πληρέστερον, ἀρήια τεύχεα, πολεμήια τ. Ἰλ. Ζ. 340., Η. 193· χρύσεια, χαλκήρεα Κ. 439., Ο. 544· ποικίλα, αἰόλα, παμφανόωντα, μαρμαίροντα Γ. 327., Ε. 295., Σ. 617, κλπ.· ἀείποτε ἐπὶ τοῦ ὅλου ὁπλισμοῦ τοῦ πολεμιστοῦ, [[πανοπλία]], τεύχεα δύειν ἢ δύνειν Ζ. 340, κ. ἀλλ.· ἐσδύνειν Ὀδ. Ω. 498· καταδῦναι Ἰλ. Δ. 222, κ. ἀλλ.· μετὰ διπλ. αἰτ., τεύχεα περιέσσαι τινὰ Σ. 451· ἀποδύειν, ἐκδύεσθαι Δ. 532., Γ. 114, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]], χαλκήρεα τεύχε’ ἀπ’ ὤμων συλήσειν Ο. 544· Ἕκτορι δ’ ἥρμοσε τεύχε’ ἐπὶ χροῒ Ρ. 210, πρβλ. [[ἀραβέω]], *[[βράχω]], [[ἐξεναρίζω]]· - οὕτω τεύχη παρὰ Τραγ., ὡς Σοφ. Αἴ. 571, 577, κλπ.· ἀσυναίρ. τεύχεα ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 398 (Λυρ.). 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐξάρεια ὄργανα καὶ σκεύη τοῦ πλοίου, κῶπαι καὶ τὰ ὅμοια, ἐγκοσμεῖτε τὰ τ. νηῒ μελαίνῃ Ὀδ. Ο. 218· τ. δὲ σφ’ ἀπένεικαν Π. 326. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἀλλὰ σπάνιον παρὰ πεζογράφοις) καθ’ ἑνικόν, [[ἀγγεῖον]] παντὸς εἴδους, [[λουτήρ]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1128 (ὁ Blomf. κύτει, [[χάριν]] τοῦ μέτρου)· τεφροδόχος [[ὑδρία]], [[αὐτόθι]] 435, Σοφ. Ἠλ. 1114, 1120· [[κάλπη]] ψηφοφορίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 815, Εὐμ. 742· [[ἀγγεῖον]] σπονδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 69, Εὐρ. Ι. Τ. 168· [[ἀγγεῖον]], [[ὑδρία]], [[στάμνος]] πρὸς μετακόμισιν ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 609, Ἀνδρ. 167· [[ποτήριον]], ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1184· [[ἀμφορεύς]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 107· [[ἀγγεῖον]] δι’ ἀρώματα, [[αὐτόθι]] 179· [[ἀμίς]], [[οὐροδοχεῖον]], περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ [[τεῦχος]] οὐ μύρου πνέον Σοφ. Ἀποσπ. 147· ἴδε [[οὐράνη]]· μικρὸν πλατύσταμνον [[ἀγγεῖον]], «βάζον», Ξενοφ. Ἀνάβ. 5. 4, 28· ξύλινα τ., κιβώτια, [[αὐτόθι]] 7. 5, 14· ἀλφίτων τ., [[κάδος]] δι’ ἄλευρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 7, 11· [[κυψέλη]] μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 26. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς ἰατροῖς, τὰ ἀγγεῖα τοῦ σώματος· [[ὡσαύτως]], τὸ ἀνθρώπινον [[σῶμα]] ὡς περιέχον τὰ [[ἐντόσθια]], πρβλ. Foës Oecon. Hipp., Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10· [[τεῦχος]] νεοσσῶν [[λευκόν]], ᾠόν, Εὐρ. Ἑλ. 258. IV. μετὰ τοὺς Ἀλεξανδρίνους χρόνους καὶ ἐπὶ βιβλίου, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ., Ἀνθολ. Π. 9. 239, πρβλ. Ἰακώψ. σελ. 13· [[ὅθεν]] [[πεντάτευχος]], [[ὀκτάτευχος]], κλπ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly