3,277,220
edits
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύγκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] [[ὁμοῦ]], [[τρεῖς]] [[ὁμοῦ]] ξ. Σοφ. Αἴ. 1309 μετά τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1· νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος, οὗ τὰ ὀστᾶ κεῖνται [[ὁμοῦ]] εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν ἕκαστον, Λουκ. Φιλοψ. 31. ΙΙ. ὡς παθ. τοῦ [[συντίθημι]], ἔχω συντεθῆ, συναποτελοῦμαι, εἶμαι συντεθειμένος, σύγκειται τὸ [[σῶμα]] ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Πλάτ. Φαίδων 98C· ἐκ στοιχείων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201A, πρβλ. Ξεν. Κυν. 5. 29 τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 193· χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ξ. Ξεν. Οἰκ. 8. 3· [[μέλος]] ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Πλάτ. Πολ. 398D, πρβλ. Φαίδωνα 92A· [[πολιτεία]] σ. ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 18· ἐπὶ ἀπατεώων ἰατρῶν, ἐξ ἀδοξίας συγκείμενος Ἱππ. Νόμ. σ. 2· ἐξ ὀνομάτων σ. [[ἄνθρωπος]] Αἰσχίν. 86. 27· σ. τὴν ψυχὴν ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος Πλουτ. Σύλλ. 13· ― | |lstext='''σύγκειμαι''': Παθ., [[κεῖμαι]] [[ὁμοῦ]], [[τρεῖς]] [[ὁμοῦ]] ξ. Σοφ. Αἴ. 1309 μετά τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 1· νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾶ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος, οὗ τὰ ὀστᾶ κεῖνται [[ὁμοῦ]] εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν ἕκαστον, Λουκ. Φιλοψ. 31. ΙΙ. ὡς παθ. τοῦ [[συντίθημι]], ἔχω συντεθῆ, συναποτελοῦμαι, εἶμαι συντεθειμένος, σύγκειται τὸ [[σῶμα]] ἐξ ὀστῶν καὶ νεύρων Πλάτ. Φαίδων 98C· ἐκ στοιχείων ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 201A, πρβλ. Ξεν. Κυν. 5. 29 τὴν φύσιν ἡμῶν ἔκ τε τοῦ σώματος συγκεῖσθαι καὶ τῆς ψυχῆς Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 193· χορὸς ἐξ ἀνθρώπων ξ. Ξεν. Οἰκ. 8. 3· [[μέλος]] ἐκ τριῶν σ., λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῦ Πλάτ. Πολ. 398D, πρβλ. Φαίδωνα 92A· [[πολιτεία]] σ. ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 18· ἐπὶ ἀπατεώων ἰατρῶν, ἐξ ἀδοξίας συγκείμενος Ἱππ. Νόμ. σ. 2· ἐξ ὀνομάτων σ. [[ἄνθρωπος]] Αἰσχίν. 86. 27· σ. τὴν ψυχὴν ἐξ ἀσελγείας καὶ ὠμότητος Πλουτ. Σύλλ. 13· ― μετὰ μόνης γεν., ἅρμα ἵππων σ. τεττάρων Φιλόστρ. 788· εἰς ἕν σ., συντεθειμένος, [[σύνθετος]] εἰς ἓν [[σῶμα]], Πλάτ. Φίληβ. 29D. 2) ἐπὶ γραπτοῦ λόγου, [[κτῆμα]] ἐς ἀεί... ξύγκειται [ὁ [[λόγος]]] Θουκ. 1. 22, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286A· σ. [[ποίημα]] ὁ αὐτ. ἐν Λύσει 221D [[λόγος]] πρὸς Δημοσθένην αὐτῷ συγκείμενος Αἰσχίν. 34. 18· συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμεναι, συμφοραὶ συντεθειμέναι ἢ ἐπινοηθεῖσαι ὑπὸ ποιητῶν, Ἰσοκρ. 76A· οὕπω σ. [[τέχνη]] περὶ αὐτῶν, δὲν ἔχει ἀκόμη ὁρισθῆ (ἢ κανονισθῆ) ῥητορικὴ [[τέχνη]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 5, πρβλ. 2. 24, 11· ὁ [[μῦθος]] σ. ἐκ θαυμασίων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 10· ― [[ὡσαύτως]], [[λόγος]] λαμπρὸς καὶ συγκείμενος, συντεθειμένος [[ἁπλῶς]], [[τεχνικός]], ὡς τὸ Λατ. compositus, Σουΐδ., ἐν λ. Μεθόδιος· καὶ ἐπὶ προσώπων, τὴν γλῶτταν σ. Φιλόστρ. 176. 3) ἔχω ἐπινοηθῆ, παρασκευασθῆ, [[τῇδε]] σ. [[δόλος]] Εὐρ. Ρῆσ. 215· πιστότερον ἢ ἀληθέστερον σ. Ἀντιφῶν 122. 41· πάντα αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται Λυσί. 98. 34 τὰ ὑπὸ τῶν [[τριάκοντα]] πλασθέντα..., συγκείμενα ἐπὶ τῇ τῶν πολιτῶν βλάβῃ, παρασκευασθέντα, ὁ αὐτ. 124. 33. 4) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτ., τὸ συγκείμενον = τὸ σύνθετον (ἴδε [[σύνθετος]] Ι. 2), Μετὰ τὰ Φυσ. 8. 10, 1 κἑξ., πρβλ. 9. 3, 4. ΙΙΙ. συμφωνοῦμαι ὑπὸ τῶν δύο μερῶν, [[σημεῖον]] ὃ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 111· [[ταῦτα]] ἡμῖν οὕτω ξυγκείσθω Πλάτ. Νόμ. 822C· [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ οὐ [[καλῶς]] ξύγκεινται Θουκ. 8. 43· ― [[συχν]]. ἐν τῇ μετοχ., ὁ συμπεφωνημένος, ἀπὸ κοινοῦ προσδιωρισμένος, αἱ συγκείμεναι ἡμέραι Ἡρόδ. 3. 157· ἡμέρῃ μιῇ τῆς σ., μίαν ἡμέραν μετὰ τὴν συμπεφωνημένην, ὁ αὐτ. 6. 89· φλογὸς σημεῖα τὰ ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 6· ὁ σ. [[χρόνος]], ὁ συμπεφωνημένος [[χρόνος]], Ἡρόδ. 4. 152· τὸ σ. [[χωρίον]] ὁ αὐτ. 8. 128, πρβλ. 5. 50· κατὰ τὰ σ., [[συμφώνως]] πρὸς τοὺς ὅρους τῆς συμφωνίας, ὁ αὐτ. 3. 158, κτλ.· κατὰ τὰ σ. [[πρός]] τινα, κατὰ τὰ συμπεφωνημένα πρὸς αὐτόν, ὁ αὐτ. 6. 14· πρβλ. Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 4· ἐκ τῶν ξ. Θουκ. 5. 25· παρὰ τὰ σ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδῷ 37· ἀπὸ ξ. λόγου Θουκ. 8. 94. 2) ἀπροσ. σύγκειται, ἔχει σημφωνηθῆ ἢ [[εἶναι]] συμπεφωνημένον, τῆς ὥρης ἐς τὴν συνεκέετό σφι ἀπαλλάσσεσθαι Ἡρόδ. 9. 52˙ ἀπολ., καθάπερ ξυνέκειτο Θουκ. 4. 23· [[ὥσπερ]] σ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 10, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 433E· καθάπερ ἦν ξυγκείμενον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 61· οὕτω, συγκειμένου σφι, μετ’ ἀπαρεμφ., ἀφ’ οὗ εἶχον συμφωνήσῃ, μείνῃ σύμφωνοι..., Ἡρόδ. 5. 62. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 511-512. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />[[είμαι]] [[σύνθετος]] από [[πολλά]] μέρη, συναποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] σύγκειται από [[πέντε]] [[μέλη]]» β. «[[μέλος]] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[δέον]] συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκείμενο [[στίγμα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο [[πρέπει]] να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κατὰ τα συγκείμενα» — [[κατά]] τους όρους της συμφωνίας, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[μαζί]], βρίσκομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[καρπὸς]] δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον [[σπέρμα]] | |mltxt=ΝΜΑ [[κεῑμαι]]<br />[[είμαι]] [[σύνθετος]] από [[πολλά]] μέρη, συναποτελούμαι, [[συνίσταμαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] σύγκειται από [[πέντε]] [[μέλη]]» β. «[[μέλος]] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου, ἁρμονίας, ῥυθμοῡ», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «[[δέον]] συγκεῖσθαι τὴν ἀρίστην πολιτείαν ἐκ δημοκρατίας καὶ τυραννίδος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκείμενο [[στίγμα]]»<br /><b>ναυτ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο [[πρέπει]] να συναντηθούν τα πλοία ενός στόλου τα οποία διαχωρίστηκαν λόγω ανωτέρας βίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />έχω συμφωνηθεί από δύο μέρη, από δύο μερίδες (α. «ὑστέρησαν ἡμερη μιῇ τῆς συγκειμένης», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «κατὰ τα συγκείμενα» — [[κατά]] τους όρους της συμφωνίας, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κείμαι]] [[μαζί]], βρίσκομαι [[μαζί]] με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]] ή [[κοντά]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «[[καρπὸς]] δ' ἐστὶ τὸ συγκείμενον [[σπέρμα]] μετὰ τοῦ περικαρπίου», Θεόφρ.<br />β. «νεκρὸς μόνα τὰ ὀστᾱ κατὰ [[σχῆμα]] συγκείμενος» — [[νεκρός]] του οποίου τα οστά βρίσκονται στην οικεία [[θέση]] το καθένα, <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανήκω]] σε..., υπάγομαι σε... («σύγκειται πολιτείας», πάπ.)<br /><b>3.</b> (για γραπτό λόγο) [[είμαι]] συντεθειμένος, έχω δημιουργηθεί (α. «[[κτῆμα]] ἐς ἀεὶ... ξύγκειται [ὁ [[λόγος]]]», <b>Θουκ.</b><br />β. «συμφοραὶ ὑπὸ ποιητῶν συγκείμενοι...», Ισοκρ.<br />γ. «[[οὔπω]] σύγκειται [[τέχνη]] περὶ αὐτῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> έχω επινοηθεί («[[πάντα]] αὐτῷ σύγκειται καὶ μεμηχάνηται», Λυσ.)<br /><b>5.</b> <b>μαθημ.</b> α) [[αποτελώ]] [[άθροισμα]] («oἱ κύλινδροι ἐξ ὧν σύγκειται τὸ ἐγγραφέν [[σχήμα]]», Αρχιμ.)<br />β) [[αποτελώ]] [[αναλογία]] η οποία περιέχει δύο άλλες<br /><b>6.</b> (για οδηγίες) έχω παραδοθεί για [[μεταφορά]]<br /><b>7.</b> (ως απροσ.) <i>σύγκειται</i><br />[[είναι]] συμφωνημένο<br /><b>8.</b> (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) <i>τὸ συγκείμενον</i><br />(στη λογ. του Αριστοτ-.) το σύνθετο<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «εἰς ἕν συγκείμενος» — [[σύνθετος]] σε ένα [[σώμα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἡ συγκειμένη [[οὐσία]]»<br />(στη λογ. του <b>Αριστοτ.</b>) η σύνθετη από ύλη [[ουσία]] η οποία έλαβε [[μορφή]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |