Anonymous

φυσιάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] [[μετὰ]] δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
|lstext='''φῡσιάω''': Ἐπικ. μετοχ., φῡσιόων· ― ἀμετάβ. ὡς τὸ [[φυσάω]] 1, φυσῶ ἰσχυρῶς, [[ἀναπνέω]] δυνατά, [[ἀναπνέω]] μετὰ δυσκολίας, [[ἀσθμαίνω]], ἵπποι φυσιόωντες Ἰλ. Δ. 227, Π. 506· μόχθοις ἀνδροκμῆσι φυσιᾷ [[σπλάγχνον]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 248· φυσιῶν... ἐκβάλλει πνοήν... φοινίου σταλάγματος (πρβλ. [[φυσάω]] ΙΙ. 5), Σοφ. Ἠλ. 1238. 2) [[σίζω]], [[συρίζω]], φυσιόωσα [[ἔχις]] Ὀππ. Κυνηγ. 1. 262, πρβλ. 2, 245. 3) μεταφορ. φυσῶμαι, «φουσκώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], Ναυμάχ. 63, Χρυσόστ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly