Anonymous

ἀγώνιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "of or [[belonging to the " to "of or belonging to the [[")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγώνιος''': -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· [[εὖχος]], ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· [[πούς]], Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· [[ὡσαύτως]] καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι [[εἶναι]] πάντες οἱ [[δώδεκα]] μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων ([[ἤτοι]] Ζεύς, [[Ποσειδῶν]], Ἀπόλων καὶ [[Ἑρμῆς]]), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ ([[κοινοβωμία]]), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, [[ἤτοι]] συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. [[εἶναι]] πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ [[χωρίον]]) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ [[μετὰ]] μακρὸν ἀγῶνα.
|lstext='''ἀγώνιος''': -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ [[βραβεῖον]] τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· [[εὖχος]], ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· [[πούς]], Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· [[ὡσαύτως]] καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι [[εἶναι]] πάντες οἱ [[δώδεκα]] μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων ([[ἤτοι]] Ζεύς, [[Ποσειδῶν]], Ἀπόλων καὶ [[Ἑρμῆς]]), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ ([[κοινοβωμία]]), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, [[ἤτοι]] συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. [[εἶναι]] πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ [[χωρίον]]) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ μετὰ μακρὸν ἀγῶνα.
}}
}}
{{bailly
{{bailly