ἀγώνιος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
(A), ον,
A of or belonging to the contest, ἄεθλος ἄγχουρος its prize, Pi.I.5(4).7; εὖχος Id.O.10(11).63; πούς Simon.29:—epithet of Hermes as president of games, Pi.I.1.60, cf. IG5(1).658; of Zeus as decider of the contest, S.Tr.26:—ἀ. θεοί, in A.Ag.513, Supp.189,242, Pl.Lg.783a, either gods in assembly, or the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, and Hermes), = ἀγοραῖοι θεοί, Eust.1335.58.
2 ἀγωνίῳ σχολᾷ S. Aj104, either pause from battle, or strenuous rest (oxymoron, cf. Sch.).
(B), ον,
A without angle, ἀ. σχῆμα ὁ κύκλος Arist.Metaph. 1020a35, cf. Thphr.HP3.14.2.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
carente de ángulos del círculo σχῆμα Arist.Metaph.1020a35, cf. Procl.in Euc.160.4, φύλλον Thphr.HP 3.14.2.
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I en plu. de los dioses reunidos, de la asamblea τούς τ' ἀγωνίους θεοὺς πάντας προσαυδῶ A.A.513, cf. Supp.189, 242, 333, 355, Pl.Lg.783a.
II 1que preside los juegos o competiciones de dioses Ζεύς S.Tr.26, Ἑρμᾶς Pi.I.1.60, IG 5(1).658 (Esparta I d.C.), PAgon.6.38 (II d.C.).
2 de cosas propio del certamen, competitivo πούς Pi.Fr.107a.2, εὖχος Pi.O.10.63, ἀγωνίοις ἀέθλοισι juegos Pi.I.5.7, cf. 9.8, E.Fr.62a.2.
3 agitado, preocupado, lleno de inquietud ἀγωνίῳ σχολᾷ S.Ai.194.
4 atento, tenso τοῦτο δέ φησιν ἵνα ἀγωνιώτερος ὁ ἀκροατὴς γένηται Sch.Er.Il.6.392.
III adv. -ως agitada, ansiosa, fervorosamente τὸ ἀ. καὶ προθύμως εὔχεσθαι Eust.682.5.
German (Pape)
[Seite 31] ohne Winkel, γωνία, Theophr.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
1 relatif aux jeux ou concours publics : ἀγώνιοι θεοί dieux qui président aux jeux publics ; Ζεὺς ἀγώνιος Zeus arbitre des combats;
2 occupé par des luttes : ἀγώνιος σχολά SOPH repos agité.
Étymologie: ἀγών.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώνιος:
1 добытый в состязании, победный (ἄεθλος Pind.);
2 покровительствующий состязаниям или решающий исход борьбы (Ἑρμῆς Pind.; θεοί Aesch.; Ζεύς Soph.);
3 полный борьбы, боевой (σχολά Soph.).
II 2 не имеющий углов (κύκλος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνιος: -ον, (ἀγὼν) ὁ άνήκων εἰς τὸν ἀγῶνα, ἄεθλος ἀγ., τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγ., Πινδ. Ι. 5 (4). 9· εὖχος, ὁ αὐτ. Ὀ. 10 (11). 75· πούς, Σιμων. 29: -Ἐπώνυμον τοῦ Ἑρμοῦ ὡς προστάτου τῶν ἀγώνων, Πιν. Ι. 1, 85· ὡσαύτως καὶ τοῦ Διὸς ὡς ἀποφασίζοντος ἢ κρίνοντος περὶ τοῦ ἀγώνος. Σοφ. Τρ. 26· - ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 1421· -οἱ ἀγώνιοι θεοί, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 513, Ἱκ. 189, 242, 332, 355, νομίζονται ὑπό τινων ὅτι εἶναι πάντες οἱ δώδεκα μεγάλοι θεοὶ ὡς προστάται ἐν κινδύνῳ· ὑπ’ ἄλλων δὲ ὡς οἱ θεοὶ οἱ προϊστάμενοι τῶν μεγάλων ἀγώνων (ἤτοι Ζεύς, Ποσειδῶν, Ἀπόλων καὶ Ἑρμῆς), ἢ κατὰ Εὐστάθ., οἱ λατρευόμενοι ἐν κοινῷ βωμῷ (κοινοβωμία), οἱονεὶ ἐν ἀγῶνι, ἤτοι συναθροίσει (ὁμίλῳ), πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 783Α. 2) ἀγωνίῳ σχολᾷ, ἐν Σοφ. Αἴ. 195. εἶναι πιθανῶς ὀξύμωρον (ὡς ὁ Σχολ. ἐννοεῖ τὸ χωρίον) ὡς ἐὰν ἦτο σχολῇ ἀσχόλῳ = ἐν ἀναπαύσει πλήρει στενοχωρίας καὶ ἀγώνος· ὁ Jebb ἑρμηνεύει: σχολὴ μετὰ μακρὸν ἀγῶνα.
English (Slater)
ᾰγώνιος
a competitive, of competition ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι (I. 5.7) ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων (I. 9.8) κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.
b epithet of Hermes, patron of contests v. ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις (I. 1.60)
Greek Monotonic
ἀγώνιος: -ον (ἀγών),
1. αυτός που ανήκει στον αγώνα· ἄεθλος ἀγώνιος, βραβείο, έπαθλο του αγώνα, σε Πίνδ.· λέγεται για τον Ερμή, ως προστάτη των αγώνων, στον ίδ.· επίσης, για τον Δία ως κριτή του αγώνα, σε Σοφ.· οἱ ἀγώνιοι θεοί, στον Αισχύλ. κ.λπ.· είναι πιθ. οι θεοί που προΐσταντο στους μεγάλους αγώνες ως προστάτες στον κίνδυνο (Δίας, Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Ερμής) ή όλοι οι δώδεκα μεγάλοι και κύριοι θεοί.
2. ἀγωνίῳ σχολᾷ, σε Σοφ. Αίας 195: είναι πιθ. οξύμωρο = ανάπαυση γεμάτη από στενοχώρια και σύγκρουση, αγώνα, ανήσυχη ανάπαυση.
Middle Liddell
ἀγών
1. of or belonging to the contest, ἄεθλος ἀγ. its prize, Pind.; of Hermes, as president of games, Pind.; of Zeus as decider of the contest, Soph.;—the ἀγώνιοι θεοί, in Aesch., etc., are prob. the gods who presided over the great games (Zeus, Poseidon, Apollo, Hermes).
2. ἀγωνίῳ σχολᾷ in Soph. Aj. 195 is prob. an oxymoron, rest full of conflict, uneasy rest.