3,270,438
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάστᾰσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. ([[ἀνίστημι]]) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ [[ἐπειδὰν]] αἷμ’ ἀνασπάσῃ [[κόνις]] [[ἅπαξ]] θανόντος, [[οὔτις]] ἔστ’ [[ἀνάστασις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [[[χάριν]] ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀναστάτωσις]], [[ἀνατροπή]], [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· [[πόλεων]] ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) [[ἀνέγερσις]], τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· [[ὅταν]] τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ [[Μενέλαος]] παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ [[ἀνάστασις]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ στρατοπέδου καὶ [[ἀναχώρησις]], ἡ [[ἀνάστασις]] ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι [[τότε]]; Σοφ. Φ. 276. β) [[ἀνέγερσις]] | |lstext='''ἀνάστᾰσις''': -εως, Ἰων. ιος, ἡ. Ι. ἐνεργ. ([[ἀνίστημι]]) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ, τὸ ἐκ νέου ἐγείρειν νεκρόν, ἀνδρὸς δ’ [[ἐπειδὰν]] αἷμ’ ἀνασπάσῃ [[κόνις]] [[ἅπαξ]] θανόντος, [[οὔτις]] ἔστ’ [[ἀνάστασις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 648, πρβλ. Πόρσωνος Φοιν. 581. 2) τὸ νὰ κάμῃ τίς τινα νὰ ἐγερθῇ καὶ ἀφήσῃ τὸ [[μέρος]] [[ἔνθα]] ἵστατο, μετατόπισις, ὡς ἐπὶ ἱκετῶν, ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ Θουκ. 1. 133· περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, περὶ μετοικισμοῦ τῶν κατοίκων τῆς Ἰωνίας [[[χάριν]] ἀσφαλείας], Ἡρόδ. 9. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 14: ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ἀναστάτωσις]], [[ἀνατροπή]], [[καταστροφή]], [[ὄλεθρος]], ἅλωσιν Ἰλίου τ’ ἀνάστασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 589· [[πόλεων]] ἀν. ὁ αὐτ. Πέρσ. 107, Εὐρ., τῆς πατρίδος Δημ. 10. 17. 3) [[ἀνέγερσις]], τειχῶν Δημ. 478. 24· τροπαίου Πλούτ. 2. 873Α· εἰκόνος Ἐπιγρ. Κνιδ. ἐν Newton σ. 760. ΙΙ. (ἀνίσταμαι) τὸ ἀνεγείρεσθαι, ἰδίως εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, Ast. Πλάτ. Πολ. 4. 4· [[ὅταν]] τις προκαλούμενος εἰς μονομαχίαν δέχηται καὶ ἀνίσταται, ὡς π.χ. ὁ [[Μενέλαος]] παρ’ Ὁμήρῳ, ― ὅτι τὸ πρότερον ἐκ φιλονεικίας ἡ [[ἀνάστασις]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 151. 2) ἡ [[ἐγκατάλειψις]] τοῦ στρατοπέδου καὶ [[ἀναχώρησις]], ἡ [[ἀνάστασις]] ἤδη τοῦ στρατεύματος.. ἐγίγνετο Θουκ. 7, 75· ἀν. ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὁ αὐτ. 1. 133. 3) [[ἐξέγερσις]] ἐκ τοῦ ὕπνου, ποίαν μ’ ἀνάστασιν δοκεῖς.. ἐξ ὕπνου στῆναι [[τότε]]; Σοφ. Φ. 276. β) [[ἀνέγερσις]] μετὰ προηγηθεῖσαν πτῶσιν, ἰδοὺ [[οὗτος]] κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 34. γ) ἡ ἐκ νεκρῶν [[ἔγερσις]], καὶ τὴν Τυνδάρεω ἀνάστασιν Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 45: ― ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ. ἡ Ἀνάστασις (τοῦ Κυρίου καὶ ἡ [[παγκόσμιος]] [[ἀνάστασις]] τῶν νεκρῶν). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |