Anonymous

τῆλε: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῆλε''': Ἐπίρρ., ὡς τὸ [[τηλοῦ]] (ὃ ἴδε), [[μακράν]], [[πόρρω]], θέων δ’ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ’, οὔ πω [[τῆλε]], ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Β. 183, Ρ. 312· [[μάλα]] [[τῆλε]] Ἡσ. Θ. 1014· τ. πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 232 (λυρ.). 2) εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[μέχρι]] σημείου μακρὰν ἀπέχοντος, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμπε Ἰλ. Κ. 153· τ. βάλλειν Υ. 482· τ. πεσόντα Σ. 195· ᾤχετο τ. διὰ προμάχων Λ. 358. 3) [[μετὰ]] γεν., [[μακράν]] τινος, φίλων καὶ πατρίδος αἴης Λ. 817, Π. 539· [[τῆλε]] δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Χ. 291, πρβλ. Ὀδ. Β. 333, Μ. 354, κλπ.· οὕτω, [[τῆλε]] δ’ ἀπ’ [[αὐτοῦ]] κάππεσεν Ἰλ. Ψ. 880, πρβλ. Π. 117, Ρ. 301, Ὀδ. Ε. 315, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 275· [[ὡσαύτως]], [[τῆλε]] ἐκ... Ἰλ. Β. 863. Ἡ Ἐπικὴ αὕτη [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. (Π. 11. 36), καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγικ. (Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.), ἀλλὰ πρβλ. τηλαυγής, τηλέπλανος, -πομπος, -πορος, -σκόπος καὶ τηλέσκοπος, -φανής· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πρβλ. [[τηλαυγής]].
|lstext='''τῆλε''': Ἐπίρρ., ὡς τὸ [[τηλοῦ]] (ὃ ἴδε), [[μακράν]], [[πόρρω]], θέων δ’ ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ’, οὔ πω [[τῆλε]], ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπὼν Ἰλ. Ρ. 190, Ὀδ. Β. 183, Ρ. 312· [[μάλα]] [[τῆλε]] Ἡσ. Θ. 1014· τ. πρὸς δυσμαῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 232 (λυρ.). 2) εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[μέχρι]] σημείου μακρὰν ἀπέχοντος, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμπε Ἰλ. Κ. 153· τ. βάλλειν Υ. 482· τ. πεσόντα Σ. 195· ᾤχετο τ. διὰ προμάχων Λ. 358. 3) μετὰ γεν., [[μακράν]] τινος, φίλων καὶ πατρίδος αἴης Λ. 817, Π. 539· [[τῆλε]] δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Χ. 291, πρβλ. Ὀδ. Β. 333, Μ. 354, κλπ.· οὕτω, [[τῆλε]] δ’ ἀπ’ [[αὐτοῦ]] κάππεσεν Ἰλ. Ψ. 880, πρβλ. Π. 117, Ρ. 301, Ὀδ. Ε. 315, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 275· [[ὡσαύτως]], [[τῆλε]] ἐκ... Ἰλ. Β. 863. Ἡ Ἐπικὴ αὕτη [[λέξις]] [[εἶναι]] [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. (Π. 11. 36), καὶ [[ἅπαξ]] παρὰ Τραγικ. (Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτέρ.), ἀλλὰ πρβλ. τηλαυγής, τηλέπλανος, -πομπος, -πορος, -σκόπος καὶ τηλέσκοπος, -φανής· [[οὐδαμοῦ]] ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, πρβλ. [[τηλαυγής]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly