Anonymous

τῆλε: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  18 June 2022
m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]] (α. «[[τῆλε]] πρὸς δυσμάς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θέων δ' ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ', οὔ πω [[τῆλε]], ποσὶ κραιπνοῑσι μετασπών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] από κάποιο [[σημείο]] (α. «[[τῆλε]] πάτρας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] καὶ πατρίδος αἴης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], ώς κάποιο [[σημείο]] που απέχει πολύ [[μακριά]] («[[τῆλε]]... [[βάλε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>τῆλ</i>-<i>ε</i> (με δυσερμήνευτη κατάλ -<i>ε</i>) ανάγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[μακριά]]» (με τοπική και χρονική σημ.) με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, την ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνουν οι λεσβ.-βοιωτ. τ. με αρκτικό <i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πήλοι]], [[πήλυι]]), [[καθώς]] και τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια <i>qera</i>-<i>dirijo</i>, <i>qere</i>-<i>qotao</i> (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>carama</i>- «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]»). Κατ' [[άλλη]], λιγότερο πιθανή, [[άποψη]], το αρκτικό <i>τ</i>- του [[τῆλε]] δεν ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης ΙΕ χειλοϋπερωικού φθόγγου, [[οπότε]] το επίρρ. [[τῆλε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε [[ρίζα]] με αρκτικό οδοντικό και να διαχωριστεί από τον τ. [[πήλοι]]. (Για την πιθανή [[σχέση]] του [[τῆλε]] με το επίρρ. [[πάλαι]] <b>βλ. λ.</b> [[πάλαι]]). Η λ., [[τέλος]], απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (<b>βλ. λ.</b> <i>τηλ</i>[[ε]]-)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[μακριά]] (α. «[[τῆλε]] πρὸς δυσμάς», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «θέων δ' ἐκίχανεν ἑταίρους ὦκα μάλ', οὔ πω [[τῆλε]], ποσὶ κραιπνοῖσι μετασπών», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]] από κάποιο [[σημείο]] (α. «[[τῆλε]] πάτρας», <b>Πίνδ.</b><br />β. «[[τῆλε]] [[φίλων]] καὶ πατρίδος αἴης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], ώς κάποιο [[σημείο]] που απέχει πολύ [[μακριά]] («[[τῆλε]]... [[βάλε]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>τῆλ</i>-<i>ε</i> (με δυσερμήνευτη κατάλ -<i>ε</i>) ανάγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[μακριά]]» (με τοπική και χρονική σημ.) με αρκτικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, την ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνουν οι λεσβ.-βοιωτ. τ. με αρκτικό <i>π</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πήλοι]], [[πήλυι]]), [[καθώς]] και τα μυκηναϊκά ανθρωπωνύμια <i>qera</i>-<i>dirijo</i>, <i>qere</i>-<i>qotao</i> (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>carama</i>- «[[έσχατος]], [[τελευταίος]]»). Κατ' [[άλλη]], λιγότερο πιθανή, [[άποψη]], το αρκτικό <i>τ</i>- του [[τῆλε]] δεν ερμηνεύεται ως [[προϊόν]] αντιπροσώπευσης ΙΕ χειλοϋπερωικού φθόγγου, [[οπότε]] το επίρρ. [[τῆλε]] [[πρέπει]] να αναχθεί σε [[ρίζα]] με αρκτικό οδοντικό και να διαχωριστεί από τον τ. [[πήλοι]]. (Για την πιθανή [[σχέση]] του [[τῆλε]] με το επίρρ. [[πάλαι]] <b>βλ. λ.</b> [[πάλαι]]). Η λ., [[τέλος]], απαντά ως α΄ συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. (<b>βλ. λ.</b> <i>τηλ</i>[[ε]]-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm