Anonymous

τρίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίζω''': Ὀδ. Ω. 5. 7, Ἱππ. 480. 52, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 6· ἀλλ’ ὁ πρκμ. τέτρῑγα [[εἶναι]] συνηθέστερος [[μετὰ]] σημασίας ἐνεστ.· Ἐπικ. μετοχ. τετριγῶτες, ἀντὶ τετριγότες, Ἰλ. Β. 314· ἀόρ. ἔτριξα Νεῖλ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρκμ.). Κυρίως ἐπὶ ἤχων οὓς ἐκπέμπουσι ζῷα (πρβλ. [[τριγμός]], [[τρύζω]]), [[ἐκπέμπω]] τριγμόν, «τσιρίζω», ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν ἢ νεοσσῶν, ἔνθ’ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας Ἰλ. Β. 314· ἐπὶ νυκτερίδων, ὡς δ’ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου... τρίζουσαι ποτέονται... ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ’ ἤϊσαν Ὀδ. Ω. 7, ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 110., 4. 183· ἐπὶ περδίκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 9, 19· ἐπὶ ἴυγγος, [[ἶυγξ]] τῇ φωνῇ τρίζει [[αὐτόθι]] 2. 12, 6· ἐπὶ ἀκρίδων, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 139· ἐπὶ νεοσσῶν χελιδόνων, Λουκ. Τίμ. 21· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθνησκόντων (πρβλ. umbrae... resonarent triste et acutum, Ὁράτ.), ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα Ἰλ. Ψ. 101, Ὀδ. Ω. 5. 9· ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, Λουκ. Ζεῦξις 10· ἐπὶ τῶν μυῶν, Βάβρ. 108. 23, Ἄρατ., κλπ.· ἐπὶ τῶν ἰχθύων οἵτινες καλοῦνται σελάχη, τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῖ τρίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων ἤχων, νῶτα [[τετρίγει]] (Ἐπικ. ὑπερσ.) ... θρασειάων ἀπὸ χειρῶν, ἔτριξαν τὰ νῶτα τοῦ παλαίοντος, Ἰλ. Ψ. 714· τέτριγε δ’ ὁ [[κυνόδων]] Ἐπίχ. 9 Ahr.· τρ. τοὺς ὀδόντας Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Θ΄, 18· ἐπὶ χορδῆς μουσικοῦ ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 54· ἐπὶ ἁμάξης, ταῦροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ’ ἐτετρίγει Βάβρ. 52. 2· ἐπὶ θύρας, Νεῖλ.· ἐπὶ τῆς κοιλίας, καὶ ἡ κοιλίη τρίζει καὶ τὸ [[σῶμα]] ναρκᾷ Ἱππ. 480. 52· ἐπὶ τῆς βοῆς τῶν ὤτων, καὶ τὰ ὦτα τέτριγε ὁ αὐτ. 466. 36 ἐπὶ τοῦ σίζοντος ἢ τρίζοντος ἤχου τοῦ ἐπὶ τοῦ πυρὸς καιομένου πράγματος, ὃν χρῆν... κάεσθαι τετριγότα Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 20. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 230 κἑξ., 859.
|lstext='''τρίζω''': Ὀδ. Ω. 5. 7, Ἱππ. 480. 52, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 6· ἀλλ’ ὁ πρκμ. τέτρῑγα [[εἶναι]] συνηθέστερος μετὰ σημασίας ἐνεστ.· Ἐπικ. μετοχ. τετριγῶτες, ἀντὶ τετριγότες, Ἰλ. Β. 314· ἀόρ. ἔτριξα Νεῖλ. (Ἐκ τῆς √ ΤΡΙΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ πρκμ.). Κυρίως ἐπὶ ἤχων οὓς ἐκπέμπουσι ζῷα (πρβλ. [[τριγμός]], [[τρύζω]]), [[ἐκπέμπω]] τριγμόν, «τσιρίζω», ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν ἢ νεοσσῶν, ἔνθ’ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας Ἰλ. Β. 314· ἐπὶ νυκτερίδων, ὡς δ’ ὅτε νυκτερίδες μυχῷ ἄντρου... τρίζουσαι ποτέονται... ὣς αἱ τετριγυῖαι ἅμ’ ἤϊσαν Ὀδ. Ω. 7, ἴδε Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 110., 4. 183· ἐπὶ περδίκων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 4. 9, 19· ἐπὶ ἴυγγος, [[ἶυγξ]] τῇ φωνῇ τρίζει [[αὐτόθι]] 2. 12, 6· ἐπὶ ἀκρίδων, ὁ αὐτ. π. Θαυμασ. 139· ἐπὶ νεοσσῶν χελιδόνων, Λουκ. Τίμ. 21· [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀποθνησκόντων (πρβλ. umbrae... resonarent triste et acutum, Ὁράτ.), ψυχὴ δὲ κατὰ χθονὸς ἠΰτε καπνὸς ᾤχετο τετριγυῖα Ἰλ. Ψ. 101, Ὀδ. Ω. 5. 9· ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, Λουκ. Ζεῦξις 10· ἐπὶ τῶν μυῶν, Βάβρ. 108. 23, Ἄρατ., κλπ.· ἐπὶ τῶν ἰχθύων οἵτινες καλοῦνται σελάχη, τῶν σελαχῶν ἔνια δοκεῖ τρίζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 6. 2) ἐπὶ ἄλλων ἤχων, νῶτα [[τετρίγει]] (Ἐπικ. ὑπερσ.) ... θρασειάων ἀπὸ χειρῶν, ἔτριξαν τὰ νῶτα τοῦ παλαίοντος, Ἰλ. Ψ. 714· τέτριγε δ’ ὁ [[κυνόδων]] Ἐπίχ. 9 Ahr.· τρ. τοὺς ὀδόντας Εὐαγγ. κ. Μάρκ. Θ΄, 18· ἐπὶ χορδῆς μουσικοῦ ὀργάνου, Ἀνθ. Π. 6. 54· ἐπὶ ἁμάξης, ταῦροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ’ ἐτετρίγει Βάβρ. 52. 2· ἐπὶ θύρας, Νεῖλ.· ἐπὶ τῆς κοιλίας, καὶ ἡ κοιλίη τρίζει καὶ τὸ [[σῶμα]] ναρκᾷ Ἱππ. 480. 52· ἐπὶ τῆς βοῆς τῶν ὤτων, καὶ τὰ ὦτα τέτριγε ὁ αὐτ. 466. 36 ἐπὶ τοῦ σίζοντος ἢ τρίζοντος ἤχου τοῦ ἐπὶ τοῦ πυρὸς καιομένου πράγματος, ὃν χρῆν... κάεσθαι τετριγότα Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 20. - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 230 κἑξ., 859.
}}
}}
{{bailly
{{bailly