Anonymous

ἀβάπτιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] [[μετὰ]] φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
|lstext='''ἀβάπτιστος''': ον ([[βαπτίζω]]), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ βαπτίσῃ, ἀβύθιστος. Λατ. immersabilis, ἀβ. ἅλμας ἐπὶ δικτύου Πίνδ. Π. 2. 146. ἀβ. [[τρύπανον]], χειρουργικὸν [[ἐργαλεῖον]], [[τρυπάνιον]] μετὰ φυλακτῆρος ἐμποδίζοντος αὐτὸ ἀπὸ τοῦ νὰ τρυπήσῃ [[λίαν]] βαθέως, Γαλην. ΙΙ. μὴ καταβεβρεγμένος ὑπὸ ὑγροῦ Πλουτ. 2. 686 Β. ΙΙΙ. ὁ μὴ βαπτισθεὶς [ὁ μὴ φωτισθεὶς] Ἐκκλησ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly