3,277,121
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπειλέω''': ἀπειλήτην, Ἐπ. ἀντὶ ἠπειλήτην, γ΄ δυϊκ. παρατ. ἐνεργ., Ὀδ. Λ. 312· μεταγεν. Ἐπ. ἐνεστ. ἀπειλείω Μουσαῖος 122, Νόνν. Δ. 20. 204: μέλλ. -ήσω, κτλ. (ἀπειλή). Ἐπιδεικνύω τι [[εἴτε]] ὡς ὑπόσχεσιν [[εἴτε]] ὡς ἀπειλήν. Ι. [[ἐνίοτε]] ἐπὶ καλῆς σημασ., ὑπισχνοῦμαι, οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι… ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐδ’ ηὔξατο») Ἰλ. Ψ. 863, πρβλ. 872: ― [[ὡσαύτως]], [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, ὥς ποτ’ ἀπειλήσει Θ. 150· ἧ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας [[εἶναι]] ἀρίστους Ὀδ. Θ. 383· πρβλ. [[ἀπειλὴ]] Ι. ΙΙ. κοινῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπειλῶ, [[φοβερίζω]], Λατ. minari, παρ’ Ὁμ. ἢ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Β. 665, Ὀδ. Φ. 368, ἢ (συχνότερον) | |lstext='''ἀπειλέω''': ἀπειλήτην, Ἐπ. ἀντὶ ἠπειλήτην, γ΄ δυϊκ. παρατ. ἐνεργ., Ὀδ. Λ. 312· μεταγεν. Ἐπ. ἐνεστ. ἀπειλείω Μουσαῖος 122, Νόνν. Δ. 20. 204: μέλλ. -ήσω, κτλ. (ἀπειλή). Ἐπιδεικνύω τι [[εἴτε]] ὡς ὑπόσχεσιν [[εἴτε]] ὡς ἀπειλήν. Ι. [[ἐνίοτε]] ἐπὶ καλῆς σημασ., ὑπισχνοῦμαι, οὐδ’ ἠπείλησεν ἄνακτι… ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην (ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «οὐδ’ ηὔξατο») Ἰλ. Ψ. 863, πρβλ. 872: ― [[ὡσαύτως]], [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, ὥς ποτ’ ἀπειλήσει Θ. 150· ἧ μὲν ἀπείλησας βητάρμονας [[εἶναι]] ἀρίστους Ὀδ. Θ. 383· πρβλ. [[ἀπειλὴ]] Ι. ΙΙ. κοινῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπειλῶ, [[φοβερίζω]], Λατ. minari, παρ’ Ὁμ. ἢ ἀπολ., ὡς ἐν Ἰλ. Β. 665, Ὀδ. Φ. 368, ἢ (συχνότερον) μετὰ δοτ. προσώπ., ὡς ἐν Ὀδ. Υ. 372, κτλ., καὶ [[συχν]]. μετὰ [[ταῦτα]]: [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχου αἰτ.· [[αἷμα]] δ’ ἀναστὰς ἠπείλησεν μῦθον, εἶπεν ἀπειλητικὸν λόγον, Ἰλ. Α 388· ἀπειλὰς ἀπ. ἴδε ἐν λέξ. ἀπειλή· δείν’ ἀπειλήσων ἔπη Εὐρ. Ἱκ. 542· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] καὶ μετ’ οὐδετ. ἀντωνυμ. ἢ ἐπιθ., ἀπ. τό γε θυμῷ Ἰλ. Ο. 212· [[ταῦτα]], πολλὰ ἀπ. Ἡρόδ. 7. 18, 1. 111, Θουκ. 8. 33, κτλ.· πύργοις δ’ ἀπ. δείν’ Αἰσχύλ. Θ. 426· τοῦτ’ ἀπειλήσας ἔχεις Σοφ. Ο. Κ. 817. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ πράγματος, δι’ οὗ ἀπειλεῖ τίς τινα, θάνατον ἀπ. τινι Ἡρόδ. 4. 81· [[ξίφος]] Πλουτ. Πομπ. 47· ζημίας ἀπ. κατά τινος ὁ αὐτ. Κάμιλλ. 39. 3) ἐξηρτημέναι προτάσεις προσετίθεντο κατ’ ἀπαρέμφατον μέλλοντος, [[γέρας]]… ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Ἰλ. Α. 161, πρβλ. Ο. 179, Ὀδ. Λ. 313 (ἴδε ἀνωτ. Ι.)· καὶ ἡ αὐτὴ [[σύνταξις]] ἐξηκολούθησεν ἐν χρήσει· σφέας… ἠπείλεε ἐκτρίψειν Ἡρόδ. 6. 37· ἀπ. δράσειν τι Εὐρ. Μήδ. 287, ἀπ. ἀποκτενεῖν Λυσ. 98. 43· σπανίως κατ’ ἀπαρ. ἐνεστ., ἠπ… ἑλκέμεν Ἰλ. Ι. 682· μεθ’ Ὅμ. κατ’ ἀπαρ. ἀόρ., Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 4, Ἑλλ. 5. 4, 7, Θεόκρ. 24. 16 (παραλειπομένου τοῦ ἄν, ἴδε Κόβητον, V. LL. 97). 4) παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]], ἀπ. ὅτι… ὡς… Ἀριστοφ. Πλ. 88, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 22, κτλ.· ἀπ. τινι, εἰ μή…, ὁ αὐτ. Κύρ. 4. 5, 12. ΙΙΙ. Παθ., ἀπειλοῦμαι, ἐπὶ προσώπων, ἐκφοβίζομαι δι’ ἀπειλῶν, ὁ αὐτ. Συμπ. 4. 31. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ἀπειληθέντα = αἱ ἀπειλαί, Πλάτ. Νόμ. 823C: ― ἀλλὰ παρὰ μεταγεν., IV. ἀπειλοῦμαι εὕρηται ὡς ἀποθ., Ἀππ. Ἐμφ. 3. 29, Πολύαιν. 7. 35, Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 17, Κλήμ. Ἀλ. 142. μελλ. -ήσω, = [[ἀπείλλω]] (ἴδε ἐν λ. [[εἴλω]])· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἐς ἀπορίαν ἀπειληθεὶς ἢ ἀπειλημένος, περιελθὼν εἰς μεγάλην στενοχωρίαν, Ἡρόδ. 1. 24, 2. 141· ἐς ἀναγκαίην ἀπειλημένος, ὁ περιελθὼν εἰς ἀνάγκην, ὁ αὐτ. 8. 109· ἀπειληθέντες ἐς στεινὸν, βίᾳ συνωσθέντες εἰς στενόν, ὁ αὐτ. 9. 34. ΙΙ. [[ἐκτυλίσσω]], [[ἀποκυλίω]], Ἥρων. Αὐτομ. 248. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπειλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> загонять (ἀπειληθεὶς ἐς ἀπορίην и ἐς [[στεινόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> грозить, угрожать (τινι Hom., Xen.; τινί τι Her., Plut.; τινι ποιήσειν τι Hom., Her., Thuc., Eur., Arph., Lys.; τι [[κατά]] τινος Plut.): ἀ. μῦθον Hom. произносить угрозу; [[οὐκέτι]] ἀπειλοῦμαι, ἀλλ᾽ [[ἤδη]] ἀπειλῶ ἄλλοις Xen. мне уж никто не угрожает, напротив, это я угрожаю другим; τὰ ἀπεληθέντα | |elrutext='''ἀπειλέω:'''<br /><b class="num">1)</b> загонять (ἀπειληθεὶς ἐς ἀπορίην и ἐς [[στεινόν]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> грозить, угрожать (τινι Hom., Xen.; τινί τι Her., Plut.; τινι ποιήσειν τι Hom., Her., Thuc., Eur., Arph., Lys.; τι [[κατά]] τινος Plut.): ἀ. μῦθον Hom. произносить угрозу; [[οὐκέτι]] ἀπειλοῦμαι, ἀλλ᾽ [[ἤδη]] ἀπειλῶ ἄλλοις Xen. мне уж никто не угрожает, напротив, это я угрожаю другим; τὰ ἀπεληθέντα μετὰ ζημίας Plat. (содержащиеся в законах) угрозы наказанием; med. под страхом наказания запрещать (τινι [[μηκέτι]] λαλεῖν ἐπί τινι NT);<br /><b class="num">3)</b> обещать, сулить (τινι ῥέξειν ἑκατόμβην Hom.);<br /><b class="num">4)</b> хвастаться, хвалиться Hom. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |