Anonymous

ἀπαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, Ἰσοκρ. 92Ε: πρκμ. ἀπήλλᾰχα Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6: ἀόρ. ἀπήλλαξα Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζογράφοι: ‒ Παθ. πρκμ. ἀπήλλαγμαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1128, Ἰσοκρ., Ἰων. ἀπάλλαγμαι Ἡρόδ. 2. 144, 167: ‒ ἀόρ. ἀπηλλάχθην, Ἰων. ἀπαλλ-, ὁ αὐτ. 2. 152, Τραγ.· παρ᾿ Ἀττ. ἀπηλλάγην [ᾰ] ὡς [[πάντοτε]] παρὰ πεζοῖς· [[ὡσαύτως]] παρὰ Τράγ. (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[χάριν]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[ὅμως]] Σοφ. Ἀντ. 422, Ἡλ. 782), Πόρσ. Φοίν. 986: μέλλ. ἀπαλλαχθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 356, Ἀριστοφ. παρὰ πεζοῖς ἀπαλλαγήσομαι Θουκ. 4. 28, κτλ.: ‒ Μέσ. μέλλ. ([[μετὰ]] παθ. σημ.) ἀπαλλάξομαι Ἡρόδ. 7. 122, Εὐρ. Ἑλ. 437, Θουκ. κτλ.: ἀόρ. ἀπηλλάξαντο Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 317, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα νεώτερ. 64. Α. ἐλευθερῶ, [[ἀπαλλάσσω]] τινὰ ἀπό τινος πράγματος, [[παιδίον]] δυσμορφίης Ἡροδ. 6. 61· τινὰ πόνων, πημονῆς, κακῶν, φόβου, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 773. 471 κτλ.· τινὰ ἐκ γόων Σοφ. Ἠλ. 292· ἐκ φόβου Ἀνδοκ. 8. 39· μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπελευθερῶ, [[ἀπολύω]], Σοφ. Ἀντ. 597, κτλ.· [[κόπος]] μ᾿ ἀπ. ὁ αὐτ. Φ. 880· ἀπαλλάττω, [[ἀνακουφίζω]], ἀπὸ χρέους ἢ ὑποχρεώσεως, [[κάμνω]] [[χάριν]] εἴς τινα, Δημ. 952. 16. 2) ἀπομακρύνω ἀπό τινος, μετακινῶ [[μακράν]] τινος, τί τινος, ὡς ἀπ. γῆς [[πρόσωπον]], φρενῶν ἔρωτα Εὐρ. Μήδ. 27, Ἱππ. 774· σφαγῆς χεῖρα Ι. Τ. 994· χρυσὸν χερὸς Ἑκ. 1222· ἀπ. τινά τινος, ἀφαιρῶ, ἀπομακρύνω ἀπό τινος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1046· τινὰ ἀπό τινος Δίων Κ. 43. 32. 3) μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπομακρύνω τι, μετακινῶ, τι Εὐρ. Ἑκ. 1068, Πλάτ. κτλ.· μύθοις ἔργ᾿ ἀπ. κακά, ἀπομακρύνω τὰ κακὰ διὰ λόγου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 284. 26: ‒ [[ὡσαύτως]], ἀπελευθεροῦμαι, ἀπαλλάσσομαι τῶν δανειστῶν, Ἀνδοκ. 16. 16, Ἰσαῖ. 53. 36, Δημ. 914. 4· ἀπαλλάσσομαι διὰ δικαίων ἢ ἀδίκων μέσων ἀπὸ ἀντιπάλου, ὁ αὐτ. 711. 25., 712. 1· ἀπ. τοὺς κατηγόρους Λυσ. 181. 25· [[ἀπολύω]], [[ἀποπέμπω]], τινὰ Θουκ. 1. 90· μεταθέτω, [[ἀπολύω]] ἀπὸ ὑπουργήματος, [[αὐτόθι]] 129: [[ὡσαύτως]], [[ἐξαφανίζω]], [[καταστρέφω]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 15, 2· ἑαυτὸν Πλουτ. Κάτων νεώτ. 70. β) [[ἀποσύρω]] κατηγορίαν, Δημ. 952. 11., 966. 3· ἴδε ἑρμηνευτὰς τῶν χωρίων τούτων: ‒ πληρώνω [[χρέος]], Δίων Κ. 59. 1, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. 51. 17. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], ἰδίως [[μετὰ]] προσθήκης ἐπιρρήματος, ῥηϊδίως Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· ὁ [[στόλος]] [[οὕτως]] ἀπ., ἐγένετο, ἐτελείωσεν, Ἡρόδ. 5. 63, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288, Εὐρ. Μήδ. 786· οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξε Ἡρόδ. 1. 16· κακῶς ἀπ. Πλάτ. Πολ. 491D· καταγελάστως ἀπ. Αἰσχίν. 33. 17· οὕτω [[μετὰ]] μετοχ. ἢ ἐπιθ., χαίρων ἀπ. Ἡρόδ. 3. 69· [[ἀθῷος]] ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271, Πλάτ. Σοφ. 254D, κτλ.: ‒ [[μετὰ]] γεν., [[ἀπέρχομαι]], τοῦ βίου Εὐρ. Ἑλ. 302, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 267 (οὕτω, πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ἄριστ’ ἀπαλλάττεις ἐπὶ τούτου τοῦ κύβου, ὡς προς…, Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 1: ἴδε κατωτέρ. ΙΙ 2). Β. Παθ. καὶ μέσ., ἐλευθεροῦμαι ἢ ἀπαλλάσσομαι ἀπό τινος πράγματος, «γλυτώνω», ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Ἡρόδ. 1. 170· τυράννων ὁ αὐτ. 5. 78· τῶν παρεόντων κακῶν ὁ αὐτ. 2. 120· πημονῆς Αἰσχύλ. Πρ. 471· φόβου Σοφ. Ἠλ. 783· πραγμάτων τε καὶ μαχῶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 293· στρατιᾶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 251· Κλέωνος Θουκ. 4. 28· κακῶν τῆς δὲ χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 786, κτλ. 2) [[ἐκφεύγω]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῇ προσθήκῃ ἐπιθέτου τινὸς ἢ ἐπιρρήματος (ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ.), ἀγῶνος ἀπ. [[καλῶς]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 346· [[ἀζήμιος]] ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. 3) ἀπολ., ἀπελευθεροῦμαι, ἀθῳοῦμαι, Δημ. 605. 17. 4) ἐπὶ ζητήματος ὑπὸ συζήτησιν, [[λαμβάνω]] [[τέλος]], τοῦτο ἀπήλλακται, μη… τὸ φίλον φίλον [[εἶναι]], τοῦτο τὸ [[ζήτημα]] ἔλαβε [[τέλος]], Πλάτ. Λύσ. 220Β· πρβλ. Φίληβ. 67 Α. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ ἔκ τινος, [[ἐξέρχομαι]], ἐκ χώρης, ἐκ γῆς Ἡρόδ. 1. 61., 2. 139, κτλ.· μαντικῶν μυχῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 180· ὡαύτως, γῆς ἀπαλλάσσεσθαι [[πόδα]] Εὐρ. Μήδ. 729 (πρβλ. βαίνειν [[πόδα]], βαίνω Α. ΙΙ. 4)· ἀπ. [[παρά]] τινος Αἰσχίν. 8. 20: - ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἐς τὴν [[ἑωυτοῦ]] Ἡροδ. 1. 82. κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς ἐωυτοῦ ὁ αὐτ. 9. 11, πρβλ. 5. 64· πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 938Α· ἐπὶ τόπον Πολύβ. 5. 15, 6· ἀπολ., Ἡρόδ. 2. 93, κ. ἀλλ.: - Ἐντεῦθεν ἐν πολλαῖς σχέσεσιν, ὡς: 2) ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου, ἀπέρχεσθαι τοῦ βίου, ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ἑλ. 102· πρβλ. Ἱππ. 356· βίου ἀπαλλαγὴν ἀπ. Πλάτ. Πολ. 496Ε· [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] [[ἄνευ]] τοῦ βίου, [[ἀποθνήσκω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1000, Θουκ. 2. 42, Πλάτ. Φαίδων 81C, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, παύομαι, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 20. 3) ἀπαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεκάμνω, σὺ γὰρ μετ’ ἀνδρῶν, ὦ κάκιστε κἀκ κακῶν;… [[ὅστις]] πρὸς ἀνδρὸς Φρυγὸς ἀπηλλάγης λέχους, [[ὅστις]] κατώρθωσες νὰ ξεφορτωθῇς τὴν γυναῖκά σου, εὐκολύνας δηλ. τὴν ἁρπαγὴν αὐτῆς, Εὐρ. Ἀνδρ. 592· ἀπ. [[γυνή]] τε ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[ἀνήρ]] ἀπὸ τῆς γυναικὸς Πλάτ. Νόμ. 868D. 4) [[ἐπειδὴ]] τῶν διδασκάλων ἀπηλλάγημεν, ἀφ’ ὅτου δὲν διδασκόμεθα πλέον, ἀφ’ ὅτου δὲν ἔχομεν πλέον διδασκάλους νὰ διδάσκωσιν ἡμᾶς, Πλάτ. Γοργ. 514C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24. 5) ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ παίδων, ὡς τὸ Λατ. e pueris excedere, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, [[οὗτος]] (ὁ Τίμαρχος)… ἐπειδή ἀπηλλάγη ἐκ παίδων, ἐτελείωσε τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, Αἰσχίν. 6. 16. 6) [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπό τινος, τὸ Ἑλληνικὸν ([[ἔθνος]]) ἐὸν καὶ δεξιώτερον καὶ εὐηθίης ἡλιθίου ἀπηλλαγμένον [[μᾶλλον]] Ἡρόδ. 1. 60· ξυμφορῶν Θουκ. 1. 122· αἰσχύνης ὁ αὐτ. 3. 63· μετ’ ἀπαρεμ., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο, δὲν ἐστερεῖτο τῆς ἱκανότητος νὰ κρίνῃ ἐπαρκῶς, Θουκ. 1. 138. β) πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός, κατὰ πολὺ [[κατώτερος]] [[αὐτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 144. 7) ἀφίνω, παραιτοῦμαι, καὶ νῦν ἀπαλλαχθέντες τῶν μακρῶν λόγων… [[εἴσω]] παρέλθεθ’ Σοφ. Ἠλ. 1335· σκωμμάτων Ἀριστοφ. Πλ. 316· ἀπ. λημμάτων, παραιτοῦμαι, ἀφίνω τὴν ἐπιζήτησιν, τὴν ἐπιδίωξιν…, Δημ. 37. 24· οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς, δὲν διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν γραφικήν, Λουκ. π. Ὀρχήσ. 35. β) ἀπολύτ., [[παρέρχομαι]], παύομαι, [[κοπάζω]], καὶ τοῦδ’ ἀπαλλαγέντος… ἡ [[παῖς]] ὁρᾶται Σοφ. Ἀντ. 422, Πλάτ. Ἀπολ. 39D· ὡς ἀπήλλαγμαι, ὅτι παρῃτήθην, Δημ. 578. 14. γ) μ. μετοχ. ὡς τὸ ἄνυσον πράξας, κτλ., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι λέγε καὶ τελείωνε, Πλάτ. Γοργ. 491C, πρβλ. Θεαίτ. 183C· λαμπρὸν πυρώσας ὅμμ’ ἀπαλλάχθηθ’ [[ἅπαξ]], κατακαὺσας τὸν ὀφθαλμὸν [[αὐτοῦ]] [τοῦ Κύκλωπος, ὦ Ἥφαιστε], ἀπαλλάχθητι [[ἅπαξ]] διὰ παντὸς τοῦ πυροῦν αὐτόν, Εὐρ. Κύκλ. 600, ὁ Palev [[ὅμως]] τιθεὶς [[κόμμα]] [[μετὰ]] τὸ ὅμμ’ ἑρμηνεύει: ἀπαλλάχθητι [[αὐτοῦ]] (τοῦ Κύκλ.) [[ἅπαξ]] διὰ παντός. - Ὡσαύτως καὶ κατὰ μετοχ. ὡς τὸ ἀνύσας, [[μετὰ]] ῥήματος, [[οὔκουν]] ἐρεῖς ποτ’, εἶτ’ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ἐπὶ τέλους δὲν θὰ μᾶς εἴπῃς τί συνέβη καὶ νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς; Σοφ. Ἀντ. 244· ἀφίνω τὴν ἔχθραν, συμφιλιοῦμαι, ὡς τὸ διαλλάσσομαι ἢ καταλλάσσομαι, ἐὰν μὴ πρότερον ἐν γείτοσιν ἢ ἐν αἱρετοῖσι δικασταῖς ἀπαλλάττωνται πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Πλάτ. Νόμ. 915C· - ἀπολ., [[αὐτόθι]] 768C, Δημ. 578. 14. 9) [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρ. Ἰητρ. 9, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14.
|lstext='''ἀπαλλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω, Ἰσοκρ. 92Ε: πρκμ. ἀπήλλᾰχα Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6: ἀόρ. ἀπήλλαξα Ἡροδ. καὶ Ἀττ. πεζογράφοι: ‒ Παθ. πρκμ. ἀπήλλαγμαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 1128, Ἰσοκρ., Ἰων. ἀπάλλαγμαι Ἡρόδ. 2. 144, 167: ‒ ἀόρ. ἀπηλλάχθην, Ἰων. ἀπαλλ-, ὁ αὐτ. 2. 152, Τραγ.· παρ᾿ Ἀττ. ἀπηλλάγην [ᾰ] ὡς [[πάντοτε]] παρὰ πεζοῖς· [[ὡσαύτως]] παρὰ Τράγ. (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον [[χάριν]] τοῦ μέτρου, πρβλ. [[ὅμως]] Σοφ. Ἀντ. 422, Ἡλ. 782), Πόρσ. Φοίν. 986: μέλλ. ἀπαλλαχθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 356, Ἀριστοφ. παρὰ πεζοῖς ἀπαλλαγήσομαι Θουκ. 4. 28, κτλ.: ‒ Μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημ.) ἀπαλλάξομαι Ἡρόδ. 7. 122, Εὐρ. Ἑλ. 437, Θουκ. κτλ.: ἀόρ. ἀπηλλάξαντο Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 317, πρβλ. Πλουτ. Κάτωνα νεώτερ. 64. Α. ἐλευθερῶ, [[ἀπαλλάσσω]] τινὰ ἀπό τινος πράγματος, [[παιδίον]] δυσμορφίης Ἡροδ. 6. 61· τινὰ πόνων, πημονῆς, κακῶν, φόβου, κτλ., Αἰσχύλ. Πρ. 773. 471 κτλ.· τινὰ ἐκ γόων Σοφ. Ἠλ. 292· ἐκ φόβου Ἀνδοκ. 8. 39· μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπελευθερῶ, [[ἀπολύω]], Σοφ. Ἀντ. 597, κτλ.· [[κόπος]] μ᾿ ἀπ. ὁ αὐτ. Φ. 880· ἀπαλλάττω, [[ἀνακουφίζω]], ἀπὸ χρέους ἢ ὑποχρεώσεως, [[κάμνω]] [[χάριν]] εἴς τινα, Δημ. 952. 16. 2) ἀπομακρύνω ἀπό τινος, μετακινῶ [[μακράν]] τινος, τί τινος, ὡς ἀπ. γῆς [[πρόσωπον]], φρενῶν ἔρωτα Εὐρ. Μήδ. 27, Ἱππ. 774· σφαγῆς χεῖρα Ι. Τ. 994· χρυσὸν χερὸς Ἑκ. 1222· ἀπ. τινά τινος, ἀφαιρῶ, ἀπομακρύνω ἀπό τινος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1046· τινὰ ἀπό τινος Δίων Κ. 43. 32. 3) μετ᾿ αἰτ. μόνον, ἀπομακρύνω τι, μετακινῶ, τι Εὐρ. Ἑκ. 1068, Πλάτ. κτλ.· μύθοις ἔργ᾿ ἀπ. κακά, ἀπομακρύνω τὰ κακὰ διὰ λόγου, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 284. 26: ‒ [[ὡσαύτως]], ἀπελευθεροῦμαι, ἀπαλλάσσομαι τῶν δανειστῶν, Ἀνδοκ. 16. 16, Ἰσαῖ. 53. 36, Δημ. 914. 4· ἀπαλλάσσομαι διὰ δικαίων ἢ ἀδίκων μέσων ἀπὸ ἀντιπάλου, ὁ αὐτ. 711. 25., 712. 1· ἀπ. τοὺς κατηγόρους Λυσ. 181. 25· [[ἀπολύω]], [[ἀποπέμπω]], τινὰ Θουκ. 1. 90· μεταθέτω, [[ἀπολύω]] ἀπὸ ὑπουργήματος, [[αὐτόθι]] 129: [[ὡσαύτως]], [[ἐξαφανίζω]], [[καταστρέφω]], Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 15, 2· ἑαυτὸν Πλουτ. Κάτων νεώτ. 70. β) [[ἀποσύρω]] κατηγορίαν, Δημ. 952. 11., 966. 3· ἴδε ἑρμηνευτὰς τῶν χωρίων τούτων: ‒ πληρώνω [[χρέος]], Δίων Κ. 59. 1, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ὁ αὐτ. 51. 17. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκφεύγω]], [[διαφεύγω]], ἰδίως μετὰ προσθήκης ἐπιρρήματος, ῥηϊδίως Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· ὁ [[στόλος]] [[οὕτως]] ἀπ., ἐγένετο, ἐτελείωσεν, Ἡρόδ. 5. 63, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288, Εὐρ. Μήδ. 786· οὐκ ὡς ἤθελε ἀπήλλαξε Ἡρόδ. 1. 16· κακῶς ἀπ. Πλάτ. Πολ. 491D· καταγελάστως ἀπ. Αἰσχίν. 33. 17· οὕτω μετὰ μετοχ. ἢ ἐπιθ., χαίρων ἀπ. Ἡρόδ. 3. 69· [[ἀθῷος]] ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271, Πλάτ. Σοφ. 254D, κτλ.: ‒ μετὰ γεν., [[ἀπέρχομαι]], τοῦ βίου Εὐρ. Ἑλ. 302, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 267 (οὕτω, πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 6· ἄριστ’ ἀπαλλάττεις ἐπὶ τούτου τοῦ κύβου, ὡς προς…, Δίφιλ. ἐν «Συνωρίδι» 1: ἴδε κατωτέρ. ΙΙ 2). Β. Παθ. καὶ μέσ., ἐλευθεροῦμαι ἢ ἀπαλλάσσομαι ἀπό τινος πράγματος, «γλυτώνω», ἀπαλλαχθέντας δουλοσύνης Ἡρόδ. 1. 170· τυράννων ὁ αὐτ. 5. 78· τῶν παρεόντων κακῶν ὁ αὐτ. 2. 120· πημονῆς Αἰσχύλ. Πρ. 471· φόβου Σοφ. Ἠλ. 783· πραγμάτων τε καὶ μαχῶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 293· στρατιᾶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 251· Κλέωνος Θουκ. 4. 28· κακῶν τῆς δὲ χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 786, κτλ. 2) [[ἐκφεύγω]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τῇ προσθήκῃ ἐπιθέτου τινὸς ἢ ἐπιρρήματος (ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. ΙΙ.), ἀγῶνος ἀπ. [[καλῶς]] Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 346· [[ἀζήμιος]] ἀπ. Ἀριστοφ. Πλ. 271· καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. 3) ἀπολ., ἀπελευθεροῦμαι, ἀθῳοῦμαι, Δημ. 605. 17. 4) ἐπὶ ζητήματος ὑπὸ συζήτησιν, [[λαμβάνω]] [[τέλος]], τοῦτο ἀπήλλακται, μη… τὸ φίλον φίλον [[εἶναι]], τοῦτο τὸ [[ζήτημα]] ἔλαβε [[τέλος]], Πλάτ. Λύσ. 220Β· πρβλ. Φίληβ. 67 Α. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]], ἀναχωρῶ ἔκ τινος, [[ἐξέρχομαι]], ἐκ χώρης, ἐκ γῆς Ἡρόδ. 1. 61., 2. 139, κτλ.· μαντικῶν μυχῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 180· ὡαύτως, γῆς ἀπαλλάσσεσθαι [[πόδα]] Εὐρ. Μήδ. 729 (πρβλ. βαίνειν [[πόδα]], βαίνω Α. ΙΙ. 4)· ἀπ. [[παρά]] τινος Αἰσχίν. 8. 20: - ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], ἐς τὴν [[ἑωυτοῦ]] Ἡροδ. 1. 82. κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς ἐωυτοῦ ὁ αὐτ. 9. 11, πρβλ. 5. 64· πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 938Α· ἐπὶ τόπον Πολύβ. 5. 15, 6· ἀπολ., Ἡρόδ. 2. 93, κ. ἀλλ.: - Ἐντεῦθεν ἐν πολλαῖς σχέσεσιν, ὡς: 2) ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ βίου, ἀπέρχεσθαι τοῦ βίου, ἀποθνήσκειν, Εὐρ. Ἑλ. 102· πρβλ. Ἱππ. 356· βίου ἀπαλλαγὴν ἀπ. Πλάτ. Πολ. 496Ε· [[ὡσαύτως]] [[συχνάκις]] [[ἄνευ]] τοῦ βίου, [[ἀποθνήσκω]], Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 1000, Θουκ. 2. 42, Πλάτ. Φαίδων 81C, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, παύομαι, Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 20. 3) ἀπαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεκάμνω, σὺ γὰρ μετ’ ἀνδρῶν, ὦ κάκιστε κἀκ κακῶν;… [[ὅστις]] πρὸς ἀνδρὸς Φρυγὸς ἀπηλλάγης λέχους, [[ὅστις]] κατώρθωσες νὰ ξεφορτωθῇς τὴν γυναῖκά σου, εὐκολύνας δηλ. τὴν ἁρπαγὴν αὐτῆς, Εὐρ. Ἀνδρ. 592· ἀπ. [[γυνή]] τε ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ [[ἀνήρ]] ἀπὸ τῆς γυναικὸς Πλάτ. Νόμ. 868D. 4) [[ἐπειδὴ]] τῶν διδασκάλων ἀπηλλάγημεν, ἀφ’ ὅτου δὲν διδασκόμεθα πλέον, ἀφ’ ὅτου δὲν ἔχομεν πλέον διδασκάλους νὰ διδάσκωσιν ἡμᾶς, Πλάτ. Γοργ. 514C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 24. 5) ἀπαλλάσσεσθαι ἐκ παίδων, ὡς τὸ Λατ. e pueris excedere, ἐξέρχεσθαι ἐκ τῆς παιδικῆς ἡλικίας, [[οὗτος]] (ὁ Τίμαρχος)… ἐπειδή ἀπηλλάγη ἐκ παίδων, ἐτελείωσε τὴν παιδικὴν ἡλικίαν, Αἰσχίν. 6. 16. 6) [[ἀπομακρύνομαι]] ἀπό τινος, τὸ Ἑλληνικὸν ([[ἔθνος]]) ἐὸν καὶ δεξιώτερον καὶ εὐηθίης ἡλιθίου ἀπηλλαγμένον [[μᾶλλον]] Ἡρόδ. 1. 60· ξυμφορῶν Θουκ. 1. 122· αἰσχύνης ὁ αὐτ. 3. 63· μετ’ ἀπαρεμ., κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπήλλακτο, δὲν ἐστερεῖτο τῆς ἱκανότητος νὰ κρίνῃ ἐπαρκῶς, Θουκ. 1. 138. β) πολλὸν ἀπηλλαγμένος τινός, κατὰ πολὺ [[κατώτερος]] [[αὐτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 144. 7) ἀφίνω, παραιτοῦμαι, καὶ νῦν ἀπαλλαχθέντες τῶν μακρῶν λόγων… [[εἴσω]] παρέλθεθ’ Σοφ. Ἠλ. 1335· σκωμμάτων Ἀριστοφ. Πλ. 316· ἀπ. λημμάτων, παραιτοῦμαι, ἀφίνω τὴν ἐπιζήτησιν, τὴν ἐπιδίωξιν…, Δημ. 37. 24· οὐκ ἀπήλλακται γραφικῆς, δὲν διάκειται δυσμενῶς πρὸς τὴν γραφικήν, Λουκ. π. Ὀρχήσ. 35. β) ἀπολύτ., [[παρέρχομαι]], παύομαι, [[κοπάζω]], καὶ τοῦδ’ ἀπαλλαγέντος… ἡ [[παῖς]] ὁρᾶται Σοφ. Ἀντ. 422, Πλάτ. Ἀπολ. 39D· ὡς ἀπήλλαγμαι, ὅτι παρῃτήθην, Δημ. 578. 14. γ) μ. μετοχ. ὡς τὸ ἄνυσον πράξας, κτλ., εἰπὼν ἀπαλλάγηθι λέγε καὶ τελείωνε, Πλάτ. Γοργ. 491C, πρβλ. Θεαίτ. 183C· λαμπρὸν πυρώσας ὅμμ’ ἀπαλλάχθηθ’ [[ἅπαξ]], κατακαὺσας τὸν ὀφθαλμὸν [[αὐτοῦ]] [τοῦ Κύκλωπος, ὦ Ἥφαιστε], ἀπαλλάχθητι [[ἅπαξ]] διὰ παντὸς τοῦ πυροῦν αὐτόν, Εὐρ. Κύκλ. 600, ὁ Palev [[ὅμως]] τιθεὶς [[κόμμα]] μετὰ τὸ ὅμμ’ ἑρμηνεύει: ἀπαλλάχθητι [[αὐτοῦ]] (τοῦ Κύκλ.) [[ἅπαξ]] διὰ παντός. - Ὡσαύτως καὶ κατὰ μετοχ. ὡς τὸ ἀνύσας, μετὰ ῥήματος, [[οὔκουν]] ἐρεῖς ποτ’, εἶτ’ ἀπαλλαχθεὶς ἄπει; ἐπὶ τέλους δὲν θὰ μᾶς εἴπῃς τί συνέβη καὶ νὰ σηκωθῇς νὰ φύγῃς; Σοφ. Ἀντ. 244· ἀφίνω τὴν ἔχθραν, συμφιλιοῦμαι, ὡς τὸ διαλλάσσομαι ἢ καταλλάσσομαι, ἐὰν μὴ πρότερον ἐν γείτοσιν ἢ ἐν αἱρετοῖσι δικασταῖς ἀπαλλάττωνται πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Πλάτ. Νόμ. 915C· - ἀπολ., [[αὐτόθι]] 768C, Δημ. 578. 14. 9) [[ἀναλαμβάνω]] ἐκ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρ. Ἰητρ. 9, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly