Anonymous

ἀνέβραχε: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε [[μετὰ]] πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
|lstext='''ἀνέβρᾰχε''': (ἴδε *[[βράχω]]) γ΄ ἑν. ἀορ. β΄ [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, τὰ δ’ [[ἀνέβραχε]] [τὰ τεύχεα] «ποιὸν ἦχον ἀπετέλεσεν» (Σχόλ.), ἰσχυρῶς ἐκρότησαν, Ἰλ. Τ. 13· τὰ δ’ ἀνέβραχεν [τὰ [[θύρετρα]]], ἰσχυρῶς ἔτριξαν, Ὀδ. Φ. 48 · παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 1147 ἐπὶ τοῦ ὕδατος, ἐξώρμησε μετὰ πατάγου (ἂν μὴ [[ἀναγνωστέον]] ἀνέβροχε). Πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. [[βρόξαι]] 7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly