Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναρτάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρτάω''': [[κρεμῶ]] [[ἐπάνω]] εἴς τι ἢ ἔν τινι, λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ, ἐν μελάθρῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 789: - [[κρεμῶ]], ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 841Α· βρόχῳ τὸ ζῆν ἀνήρτησε [[αὐτόθι]] 314Α: - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐξαρτῶ τι ἔκ τινος, δήμῳ... [[μήτε]] πᾶν ἀναρτήσῃς [[κράτος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 628· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον Δημ. 1480. 5· ἐς θεοὺς ἀν. τι, ἀφίνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν, Εὐρ. Φοίν. 705. 3) ἀφίνω ἢ κρατῶ τι μετέωρον, Ἀλκίφρων 1. 22. ΙΙ. παθ., κρέμαμαι, παραδείγματα ἀνηρτημένους, κρεμαμένους ὡς παραδείγματα, Πλάτ. Γοργ. 525C. 2) μεταφ., ἐξαρτῶμαι, ἔκ τινος Πλάτ. Ἴων 533Ε· ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀνηρτημένους, ἐξηρτημένους νῦν μὲν ἐκ τούτων [[ἔπειτα]] δὲ ἐξ ἄλλων ἐλπίδων, Δημ. 346. 27: - ἀνηρτῆσθαι εἰς.., ἀναφέρεσθαι εἰς .., τὰ ἁμαρτήματα.. εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρὸν Πλάτ. Νόμ. 729Ε· τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀν. ὁ αὐτ. Μένων 88Ε· ὅτῳ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται, ὄστις ἔχει τὰ πάντα ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἐξαρτώμενα, ὁ αὐτ. Μενέξ. 247Ε· ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσι [[πρός]] τινα, ἔχοντες ἀδιαλείπτως τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τινα, Πλουτ. Ὄθ. 3· ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι ὁ αὐτ. 2. 989D· ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς, ὄντες ἐν ἀμφιβολίᾳ ἢ ἀνησυχίᾳ, Διόδ. ἀποσπ. 2, σ. 593. 628. ΙΙΙ. μέσ., [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] πρκμ. παθ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. 11. 46: - Ἐντεῦθεν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ προσκολληθῇ εἰς ἐμέ, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ μὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ ἐνδιαφέρηται δι’ ἐμέ, ταχὺ δὲ τοὺς πατέρας αὐτῶν ἀνήρτητο Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1· [[ὡσαύτως]], προσαρτῶ εἰς τὸ [[κράτος]] μου, [[ὑποτάσσω]], [[αὐτόθι]] 1. 1, 5.
|lstext='''ἀναρτάω''': [[κρεμῶ]] [[ἐπάνω]] εἴς τι ἢ ἔν τινι, λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ, ἐν μελάθρῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 789: - [[κρεμῶ]], ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 841Α· βρόχῳ τὸ ζῆν ἀνήρτησε [[αὐτόθι]] 314Α: - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, 2) μεταφ., ἐξαρτῶ τι ἔκ τινος, δήμῳ... [[μήτε]] πᾶν ἀναρτήσῃς [[κράτος]] Εὐρ. Ἀποσπ. 628· ἀν. ἑαυτὸν εἰς δῆμον Δημ. 1480. 5· ἐς θεοὺς ἀν. τι, ἀφίνω τι νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτῶν, Εὐρ. Φοίν. 705. 3) ἀφίνω ἢ κρατῶ τι μετέωρον, Ἀλκίφρων 1. 22. ΙΙ. παθ., κρέμαμαι, παραδείγματα ἀνηρτημένους, κρεμαμένους ὡς παραδείγματα, Πλάτ. Γοργ. 525C. 2) μεταφ., ἐξαρτῶμαι, ἔκ τινος Πλάτ. Ἴων 533Ε· ἐλπίσιν ἐξ ἐλπίδων ἀνηρτημένους, ἐξηρτημένους νῦν μὲν ἐκ τούτων [[ἔπειτα]] δὲ ἐξ ἄλλων ἐλπίδων, Δημ. 346. 27: - ἀνηρτῆσθαι εἰς.., ἀναφέρεσθαι εἰς .., τὰ ἁμαρτήματα.. εἰς θεὸν ἀνηρτημένα τιμωρὸν Πλάτ. Νόμ. 729Ε· τὰ ἄλλα πάντα εἰς τὴν ψυχὴν ἀν. ὁ αὐτ. Μένων 88Ε· ὅτῳ πάντα εἰς ἑαυτὸν ἀνήρτηται, ὄστις ἔχει τὰ πάντα ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἐξαρτώμενα, ὁ αὐτ. Μενέξ. 247Ε· ἀνηρτημένοι ταῖς ὄψεσι [[πρός]] τινα, ἔχοντες ἀδιαλείπτως τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τινα, Πλουτ. Ὄθ. 3· ταῖς ἐπιθυμίαις εἴς τι ὁ αὐτ. 2. 989D· ἀνηρτημένοι ταῖς ψυχαῖς, ὄντες ἐν ἀμφιβολίᾳ ἢ ἀνησυχίᾳ, Διόδ. ἀποσπ. 2, σ. 593. 628. ΙΙΙ. μέσ., [[ὡσαύτως]] μετὰ πρκμ. παθ., = τῷ ἐνεργ., Διον. Ἁλ. 11. 46: - Ἐντεῦθεν, [[κάμνω]] τινὰ νὰ προσκολληθῇ εἰς ἐμέ, [[κάμνω]] αὐτὸν νὰ μὲ ἀγαπᾷ καὶ νὰ ἐνδιαφέρηται δι’ ἐμέ, ταχὺ δὲ τοὺς πατέρας αὐτῶν ἀνήρτητο Ξεν. Κύρ. 1. 4, 1· [[ὡσαύτως]], προσαρτῶ εἰς τὸ [[κράτος]] μου, [[ὑποτάσσω]], [[αὐτόθι]] 1. 1, 5.
}}
}}
{{bailly
{{bailly