Anonymous

ἀράομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀράομαι''': Ἰων. [[ἀρέομαι]]: μέλλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ἰων. ἀρήσομαι: ἀόρ. ἠρησάμην: πρκμ. ἤρᾱμαι (ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέτοις ἐπήραμαι, κατήραμαι), ἀποθ.· (ἀρά). ― Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἴδε κατωτ.), [[προσεύχομαι]], ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἰλ. Α. 35· δαίμοσιν Ζ. 115: ― [[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι…, στυγερὰς ἀρήσετ’ Ἐρινῦς Ὀδ. Β. 135. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., παρακαλῶ, [[προσεύχομαι]] [[ὅπως]]…, ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Ἰλ. Ι. 240· τὰ ἐναντία… [[ἀρέομαι]] ὑμῖν γενέσθαι Ἡρόδ. 3. 65· ἠρῶντο (ἐνν. σφέας) ἐπικρατῆσαι, ηὔχοντο [[ὅπως]] ὑπερισχύσωσιν, 8. 94· ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται… [[μολεῖν]] Σοφ. Αἴ. 509, πρβλ. Ο. Κ. 1445, Ἀριστοφ. Θεσμ. 350. β) [[μετὰ]] μόνου ἀπαρεμ., πάντες κ’ ἀρησαίατ’ ἐλαφρότεροι πόδας [[εἶναι]], «εὔξαιντο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 164. γ) [[ὡσαύτως]] ἑπομένης εὐκτικῆς, ἀρώμενος, [[εἷος]] ἵκοιο γῆράς τε λιπαρόν, εὐχόμενος νὰ φθάσῃς εἰς λιπαρὸν [[γῆρας]], Ὀδ. Τ. 367, ἀλλ’ ἴδε Mehlh Ἀνακρ. σ. 121 κἑξ. 3) εὔχομαί τι περὶ τινος, τινί τι, ἑνίοτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀρ. τινι ἀγαθὰ Ἡρόδ. 1. 132, πρβλ. 3. 65· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαί τινα, παθεῖν [[ἅπερ]] τοῖσδ’ [[ἀρτίως]] ἠρησάμην Σοφ. Ο. Τ. 251· ἀρὰς ἀρ. τινι ὁ αὐτ. Ο. Κ. 952, κτλ., Ἀνδοκ. 5. 17, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 633, Πρ. 912· καὶ [[ἄνευ]] τῆς αἰτιατ., ἀρᾶσθαί τινι, καταρῶμαί τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 714, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1291. 4) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλοντος, καθιερῶ τι δι’ εὐχῆς, [[εὔχομαι]] νὰ…, «τάζω», Σπερχεί’, ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο [[Πηλεύς]]…, σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην, «ὦ Σπερχειέ, εἰκῇ καὶ [[μάτην]] ηὔξατό σοι γε ὁ [[Πηλεύς]]… σοί τε τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀποκόψειν καὶ θυσίαν ἁγίαν ποιήσειν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ψ. 144. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ Ἐπ. ἀπαρεμ. [[ἀρήμεναι]], εὔχεσθαι, Ὀδ. Χ. 322· ἀλλ’ ὁ Βουττμ. ἐν καταλόγῳ Ἀνωμ. ῥημάτ. παρατηρεῖ ὅτι παρῳχημένος [[χρόνος]] ἀπαιτεῖται ἐν τῷ χωρίῳ, καὶ νομίζει ὅτι τὸ [[ἀρήμεναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] Ἐπικὸν ἀντὶ τοῦ ἀρῆναι ἀόρ. β΄ παθ. = ἀρήσασθαι, «εὔξασθαι» (Σχόλ.). ΙΙΙ. ἡ μετοχὴ [[ἀρημένος]] (ἴδε τὴν λέξιν) δὲν ἀνήκει εἰς τοῦτο το [[ῥῆμα]].
|lstext='''ἀράομαι''': Ἰων. [[ἀρέομαι]]: μέλλ. ἀράσομαι [ᾱ], Ἰων. ἀρήσομαι: ἀόρ. ἠρησάμην: πρκμ. ἤρᾱμαι (ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέτοις ἐπήραμαι, κατήραμαι), ἀποθ.· (ἀρά). ― Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἴδε κατωτ.), [[προσεύχομαι]], ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἰλ. Α. 35· δαίμοσιν Ζ. 115: ― [[ἅπαξ]] μετ’ αἰτ., ἐπικαλοῦμαι…, στυγερὰς ἀρήσετ’ Ἐρινῦς Ὀδ. Β. 135. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., παρακαλῶ, [[προσεύχομαι]] [[ὅπως]]…, ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ Ἰλ. Ι. 240· τὰ ἐναντία… [[ἀρέομαι]] ὑμῖν γενέσθαι Ἡρόδ. 3. 65· ἠρῶντο (ἐνν. σφέας) ἐπικρατῆσαι, ηὔχοντο [[ὅπως]] ὑπερισχύσωσιν, 8. 94· ἥ σε θεοῖς ἀρᾶται… [[μολεῖν]] Σοφ. Αἴ. 509, πρβλ. Ο. Κ. 1445, Ἀριστοφ. Θεσμ. 350. β) μετὰ μόνου ἀπαρεμ., πάντες κ’ ἀρησαίατ’ ἐλαφρότεροι πόδας [[εἶναι]], «εὔξαιντο» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 164. γ) [[ὡσαύτως]] ἑπομένης εὐκτικῆς, ἀρώμενος, [[εἷος]] ἵκοιο γῆράς τε λιπαρόν, εὐχόμενος νὰ φθάσῃς εἰς λιπαρὸν [[γῆρας]], Ὀδ. Τ. 367, ἀλλ’ ἴδε Mehlh Ἀνακρ. σ. 121 κἑξ. 3) εὔχομαί τι περὶ τινος, τινί τι, ἑνίοτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀρ. τινι ἀγαθὰ Ἡρόδ. 1. 132, πρβλ. 3. 65· ἀλλὰ συνήθως ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταρῶμαί τινα, παθεῖν [[ἅπερ]] τοῖσδ’ [[ἀρτίως]] ἠρησάμην Σοφ. Ο. Τ. 251· ἀρὰς ἀρ. τινι ὁ αὐτ. Ο. Κ. 952, κτλ., Ἀνδοκ. 5. 17, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 633, Πρ. 912· καὶ [[ἄνευ]] τῆς αἰτιατ., ἀρᾶσθαί τινι, καταρῶμαί τινα, Εὐρ. Ἄλκ. 714, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1291. 4) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλοντος, καθιερῶ τι δι’ εὐχῆς, [[εὔχομαι]] νὰ…, «τάζω», Σπερχεί’, ἄλλως σοί γε πατὴρ ἠρήσατο [[Πηλεύς]]…, σοί τε κόμην κερέειν ῥέξειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην, «ὦ Σπερχειέ, εἰκῇ καὶ [[μάτην]] ηὔξατό σοι γε ὁ [[Πηλεύς]]… σοί τε τὰς τῆς κεφαλῆς τρίχας ἀποκόψειν καὶ θυσίαν ἁγίαν ποιήσειν» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Ψ. 144. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ Ἐπ. ἀπαρεμ. [[ἀρήμεναι]], εὔχεσθαι, Ὀδ. Χ. 322· ἀλλ’ ὁ Βουττμ. ἐν καταλόγῳ Ἀνωμ. ῥημάτ. παρατηρεῖ ὅτι παρῳχημένος [[χρόνος]] ἀπαιτεῖται ἐν τῷ χωρίῳ, καὶ νομίζει ὅτι τὸ [[ἀρήμεναι]] δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] Ἐπικὸν ἀντὶ τοῦ ἀρῆναι ἀόρ. β΄ παθ. = ἀρήσασθαι, «εὔξασθαι» (Σχόλ.). ΙΙΙ. ἡ μετοχὴ [[ἀρημένος]] (ἴδε τὴν λέξιν) δὲν ἀνήκει εἰς τοῦτο το [[ῥῆμα]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly