Anonymous

ἀπάρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπάρχομαι''': μέλλ. -ξομαι: ἀποθ., [[κάμνω]] [[ἀρχήν]], ἰδίως ἐν θυσίᾳ, παρ’ Ὁμ. ἀεὶ μετ’ αἰτ., τρίχας ἀπάρχεσθαι, ἄρχεσθαι τῆς θυσίας διὰ τὴς ἀποκοπῆς τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου τοῦ θύματος καὶ ῥίψεως αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Ἰλ. Τ. 254· ἀλλ’ ὅ γ’ ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλεν Ὀδ. Ξ. 422· πρβλ. Γ. 446. ΙΙ. [[μετὰ]] γεν., [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] πράγματός τινος [[ὅπως]] προσενέγκω ἢ ἀφιερώσω αὐτό, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Ἡρόδ. 4. 188· ἀπ. [[κόμης]] Εὐρ. Ἠλ. 91· τῶν [[κρεῶν]] καὶ σπλάχνων, [[προσφέρω]] [[μέρος]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 61: [[ἐντεῦθεν]], 2) [[προσφέρω]] τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον πράγματός τινος, τοὺς πρώτους καρπούς, πάντων, πασῶν τῶν θυσιῶν, ὁ αὐτ. 3. 24. ― ἀπόλ., ἄρχομαι τῆς θυσίας ἤ [[προσφέρω]] τὰς ἀπαρχάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 244, Εἰρ. 1056, κτλ.· ἀπ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱέρ. 4. 2: - οἱ εὐνούχοι ἐκαλοῦντο ἀπηργμένοι, [[καθότι]] προσηνέχθησαν αἱ ἀπαρχαὶ αὐτῶν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 3) μεταφ., [[λαμβάνω]] ὡς πρῶτον καρπόν, [[λαμβάνω]] τι ὡς τὸ κάλλιστον, Πλάτ. Νόμ. 767C, Θεόκρ. 17. 109. ΙΙΙ. ἐν γένει, [[προσφέρω]], ἀφιερώνω, στατῆρε δύο Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 18, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ., κτλ. ΙV. παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἄρχομαι, [[ἀρχίζω]], [[μετὰ]] γεν., πημάτων Λυκόφρ. 1409· μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νιγρ. 3· [[οὕτως]], ἀσκοῦμαι εἰς ὄργανόν τι, προανακρούομαι, ὀργάνων Ἱμέρ. 694· πρβλ. ἐπάρχομαι, κατάρχομαι.
|lstext='''ἀπάρχομαι''': μέλλ. -ξομαι: ἀποθ., [[κάμνω]] [[ἀρχήν]], ἰδίως ἐν θυσίᾳ, παρ’ Ὁμ. ἀεὶ μετ’ αἰτ., τρίχας ἀπάρχεσθαι, ἄρχεσθαι τῆς θυσίας διὰ τὴς ἀποκοπῆς τριχῶν ἀπὸ τοῦ μετώπου τοῦ θύματος καὶ ῥίψεως αὐτῶν εἰς τὸ πῦρ, κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος Ἰλ. Τ. 254· ἀλλ’ ὅ γ’ ἀπαρχόμενος τρίχας ἐν πυρὶ βάλεν Ὀδ. Ξ. 422· πρβλ. Γ. 446. ΙΙ. μετὰ γεν., [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] πράγματός τινος [[ὅπως]] προσενέγκω ἢ ἀφιερώσω αὐτό, τοῦ ὠτὸς τοῦ κτήνεος Ἡρόδ. 4. 188· ἀπ. [[κόμης]] Εὐρ. Ἠλ. 91· τῶν [[κρεῶν]] καὶ σπλάχνων, [[προσφέρω]] [[μέρος]] αὐτῶν, Ἡρόδ. 4. 61: [[ἐντεῦθεν]], 2) [[προσφέρω]] τὸ πρῶτον καὶ κάλλιστον πράγματός τινος, τοὺς πρώτους καρπούς, πάντων, πασῶν τῶν θυσιῶν, ὁ αὐτ. 3. 24. ― ἀπόλ., ἄρχομαι τῆς θυσίας ἤ [[προσφέρω]] τὰς ἀπαρχάς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 244, Εἰρ. 1056, κτλ.· ἀπ. τοῖς θεοῖς Ξεν. Ἱέρ. 4. 2: - οἱ εὐνούχοι ἐκαλοῦντο ἀπηργμένοι, [[καθότι]] προσηνέχθησαν αἱ ἀπαρχαὶ αὐτῶν, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πόλεσιν» 1. 3) μεταφ., [[λαμβάνω]] ὡς πρῶτον καρπόν, [[λαμβάνω]] τι ὡς τὸ κάλλιστον, Πλάτ. Νόμ. 767C, Θεόκρ. 17. 109. ΙΙΙ. ἐν γένει, [[προσφέρω]], ἀφιερώνω, στατῆρε δύο Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 18, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ., κτλ. ΙV. παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἄρχομαι, [[ἀρχίζω]], μετὰ γεν., πημάτων Λυκόφρ. 1409· μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Νιγρ. 3· [[οὕτως]], ἀσκοῦμαι εἰς ὄργανόν τι, προανακρούομαι, ὀργάνων Ἱμέρ. 694· πρβλ. ἐπάρχομαι, κατάρχομαι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly