3,274,873
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἀπόλλων''': ὁ, γεν. -ωνος, ἀλλὰ καὶ -ω ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 222: αἰτ. Ἀπόλλω Αἰσχύλ. Ἱκ. 214, Σοφ. Ο. Κ. 1091, Τρ. 209· (ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ὅρκοις, νὴ τὸν Ἀπόλλω κτλ.) Ἀπόλλωνα Πλάτ. Νόμ. 624Α, καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.: κλητ. Ἄπολλον Ἀλκαῖος 1, Αἰσχύλ. Θήβ. 159, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, κτλ., [[Ἀπόλλων]] Αἰσχύλ. Χο. 559. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] βραχεῖα ἂν καὶ ἐν ταῖς τετρασυλλάβ. πτώσεσιν ὁ [[Ὅμηρος]] λαμβάνει αὐτὴν ὡς [[μακράν]], Ἰλ. Α. 14, 21, κ. ἀλλ.]. Ὁ [[Ἀπόλλων]] ἦν υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς, ἀδελφὸς δὲ τῆς Ἀρτέμιδος, γεννηθεὶς κατὰ μὲν τὴν Ἰλιάδα (Δ 101) ἐν Λυκίᾳ, κατὰ δὲ τοὺς Ὁμηρ. ὕμνους (Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 49 κἑξ.) καὶ μετεγεν. συγγραφ. ἐν Δήλῳ· ἀπεικονίζεται δὲ ἀεὶ νεαρὸς | |lstext='''Ἀπόλλων''': ὁ, γεν. -ωνος, ἀλλὰ καὶ -ω ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 222: αἰτ. Ἀπόλλω Αἰσχύλ. Ἱκ. 214, Σοφ. Ο. Κ. 1091, Τρ. 209· (ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ὅρκοις, νὴ τὸν Ἀπόλλω κτλ.) Ἀπόλλωνα Πλάτ. Νόμ. 624Α, καὶ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.: κλητ. Ἄπολλον Ἀλκαῖος 1, Αἰσχύλ. Θήβ. 159, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, κτλ., [[Ἀπόλλων]] Αἰσχύλ. Χο. 559. [Ἡ πρώτη συλλαβὴ [[εἶναι]] βραχεῖα ἂν καὶ ἐν ταῖς τετρασυλλάβ. πτώσεσιν ὁ [[Ὅμηρος]] λαμβάνει αὐτὴν ὡς [[μακράν]], Ἰλ. Α. 14, 21, κ. ἀλλ.]. Ὁ [[Ἀπόλλων]] ἦν υἱὸς τοῦ Διὸς καὶ τῆς Λητοῦς, ἀδελφὸς δὲ τῆς Ἀρτέμιδος, γεννηθεὶς κατὰ μὲν τὴν Ἰλιάδα (Δ 101) ἐν Λυκίᾳ, κατὰ δὲ τοὺς Ὁμηρ. ὕμνους (Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 49 κἑξ.) καὶ μετεγεν. συγγραφ. ἐν Δήλῳ· ἀπεικονίζεται δὲ ἀεὶ νεαρὸς μετὰ κυμαινομένης [[κόμης]], Ὀδ. Τ. 86. Παρ’ Ὁμήρῳ [[εἶναι]] ὁ δοτὴρ τῆς μαντοσύνης (Ἰλ. Α. 72), παρέχει εἰς τοὺς ῥαψῳδοὺς γνῶσιν τοῦ παρελθόντος καὶ θεωρεῖται ὡς μουσηγέτης, Ἰλ. Α. 603, πρβλ. [[εὐλύρας]], χρυσολύρας, φορμικτής: [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] θεὸς τῆς τοξικῆς, ὄθεν καὶ καλεῖται [[ἀργυρότοξος]], [[κλυτότοξος]], [[ἕκατος]], [[ἑκατηβόλος]], κτλ.· πρὸς δὲ καὶ τῆς ἰατρικῆς, πρβλ. [[Παιάν]], [[ἰατρός]], [[ἰατρόμαντις]]. Ὁ [[αἰφνίδιος]] [[θάνατος]] τῶν ἀνδρῶν ἀπεδίδετο εἰς τὰ ἀγανὰ [[αὐτοῦ]] βέλεα, ὡς ὁ τῶν γυναικῶν εἰς τὴν Ἄρτεμιν· ἐν δὲ τῇ Ἰλ. Α. 50 κἑξ. τὰ βέλη [[αὐτοῦ]] παρίστανται ὡς προξενοῦντα φοβερὸν λοιμόν. Πρβλ. Φοῖβος, [[Σμινθεύς]], Λύκειος. Δὲν ἐταυτίσθη δὲ μετὰ τοῦ Ἡλίου, εἰ μὴ ἀργὰ μόνον, βεβαίως οὐχὶ πρὸ τῶν χρόνων τοῦ Αἰσχύλου. Λεπτομερὴς περιγραφὴ τῶν προσόντων τοῦ ἐνδόξου τούτου θεοῦ εὕρηται ἐν Πινδ. Π. 5. 85 κἑξ. Τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] κατ’ Ἀρχίλ. 23 παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀπόλλυμι]]. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1082, Εὐρ. 781, 11 κἑξ., ἀλλ΄ ἴδε Μυλλέρου π. Δωρ. 2. 6. § 6: - Ἴδε κατάλογον τῶν ὀνομάτων [[αὐτοῦ]] καὶ ἰδιοτήτων ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. τ. 4. Πίνακ. ΙΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |