3,276,318
edits
m (Text replacement - "</orth></form>" to "") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, | |lstext='''ἐγκύρω''': παρατ. ἐνέκῡρον: μέλλ. ἐγκύρσω: ἀόρ. ἐνέκυρσα: Παθ. ἐγκύρομαι: - οἱ τύποι [[ἐγκυρέω]], ἀόρ. α΄ ἐνεκύρησα, [[εἶναι]] ἧττον συνήθεις, ἴδε κατωτ. Ἐντυγχάνω, συναντῶ, μετὰ δοτ., Λατ. incidere, ἐνέκυρσε φάλαγξι Ἰλ. Ν. 145· ἐγκύρσας ἄτῃσιν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 214· ὁκοίοις ἐγκυρέωσιν ἔργμασι Ἀρχίλ. 65· ἐγκύρσαις (Δωρ. ἀόρ. α΄ μετοχ.) ἑκατονταετεῖ βιοτᾷ Πινδ. Π. 4. 502, πρβλ. 1 ἐν τέλει· στρατῷ ἐνέκυρσε ἀμφοτέρῃσι τῇσι μοίρῃσι Ἡρόδ. 4. 125· ἐνεκύρησαν στρατῷ ὁ αὐτ. 7. 218: - ἐν Ἡροδ. 7. 208 μετὰ γεν., ἀλογίης ἐνέκυρσε πολλῆς, ([[ἐνταῦθα]] ὁ Valck. προέτεινεν ἐκύρησε, [[ὅπερ]] ἐγένετο δεκτὸν ὑπὸ Βεκκήρου κλ.· ἄλλοι προτείνουσιν ἀλογίῃσι): - μετ’ αἰτ., Ἄιδαν ἐγκύρσαντες ἀλάμπετον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 241. - Ἰων. [[λέξις]], σπανίως ἀπαντῶσα παρ’ Ἀττ., ἐγκῦρσαι Σοφ. Ἠλ. 863, ἐγκύρσαι ῠ Βακχυλίδου Ἀποσπ. 253 ἔκδ. Blass, ἐγκυρῆσαι, ἀντὶ τοῦ ἐντυχεῖν, Κρατῖν ἐν «Δηλιάσιν» 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |