Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἅλις: Difference between revisions

From LSJ
8 bytes removed ,  20 April 2021
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλις''': [ᾰλῑς], ἐπίρρ.: (ἴδε ἐν λ. [[ἁλής]]). Σωρηδόν, εἰς [[πλῆθος]] ἀφθόνως, Λατ. affatim καὶ κατὰ τροποποίησιν τῆς ἐννοίας, = ἱκανῶς, ἀρκετά, Λατ. satis: 1) παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνάπτεται [[μετὰ]] ῥημάτων, [[ἅλις]] πεποτήαται [μέλισσαι], Ἰλ. Β. 90· περὶ δὲ Τρωαὶ [[ἅλις]] ἦσαν, Γ. 384· [[κόπρος]] [[ἅλις]] κέχυτο, Ρ. 298· [[ἅλις]] δὲ οἱ ἦσαν ἄρουραι, Ἰλ. Ξ. 122: -ἐκ τῶν συμφραζομένων δὲ [[ἐνίοτε]] λαμβάνει τὴν σημασίαν: σχεδὸν ἐπαρκῶς, ὡς τὸ μετρίως, εἰ δ’ [[ἅλις]] ἔλθοι [[Κύπρις]], Εὐρ. Μήδ. 629· ἔφερε κακὸν [[ἅλις]], ὁ αὐτ. Ἄλκ. 907. 2) παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται [[συχνάκις]] στενῶς συνδεδεμένον μετά τινος ὀνόματος: χαλκόν τε χρυσόν τε [[ἅλις]] χαλκὸν καὶ χρυσὸν ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἀρκετόν, Ὀδ. Π. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 340· νῆα [[ἅλις]] χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω. Ἰλ. Ι. 137· [[ἅλις]] χεράδος (ἴδε ἐν λ. [[χέραδος]]), Φ. 319· [[ἅλις]] δ’ εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339. - Ἡ Ὁμηρικὴ αὕτη [[χρῆσις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ἀττ.· [[ἅλις]] βίοτον [[εὗρον]], Εὐρ. Μήδ. 1107· λύπας [[ἅλις]] ἔχων (Ἑλμσλ. λύπης), ὁ αὐτ. Ἑλ. 589: - σπανίως μετ’ ἐπιθέτου, [[ἅλις]]… ἦσθ’ [[ἀνάρσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 511. 3) [[ἅλις]] (ἐνν. ἐστί), = ἀρκεῖ· ἢ οὐχ [[ἅλις]] [[ὅττι]]...; = δὲν ἀρκεῖ ὅτι...; Ἰλ. Ε. 349· ἢ οὐχ [[ἅλις]], ὡς...; Ρ. 450, Ὀδ. Β. 312· [[οὕτως]], [[ἅλις]], ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, Σοφ. Ο. Τ. 1515· καὶ ἀπολύτως [[ἅλις]], ἀρκεῖ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1402: - Παρ’ Ἀττ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀργείοισι Καδμείους [[ἅλις]] ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, Αἰσχύλ. Θήβ. 679· μ. δοτ. καὶ ἀπαρ., δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν, Εὐρ. Ἄλκ. 1041, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 685. 4) = ἐπιθέτῳ ὡς κατηγορούμενον, [[ἅλις]] γὰρ ἡ παροῦσα [[συμφορά]], Εὐρ. Ἄλκ. 673· πρβλ. Ι. Τ. 983, Σοφ. Τρ. 332. 5) [[ἅλις]] (ἐνν. εἰμί), προστιθεμένης μετοχῆς, [[ἅλις]] νοσοῦσ’ ἐγώ, = ἀρκεῖ ὅτι [[ὑποφέρω]], ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1061· [[ἅλις]] ἐγὼ δυστυχῶν, Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9, 11. 5. 6) παρ’ Ἀττ. = τῷ Λατ. satis, [[μετὰ]] γεν. πράγ., = ἀρκετὸν [[μέρος]] ἔκ τινος πράγμ., [[ἅλις]] ἔχειν τῆς βορῆς, Ἡρόδ. 1.119, πρβλ. 9. 27· πημονῆς [[ἅλις]] γ΄ ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656, πρβλ. 1659· [[ἅλις]] [ἐστὶ] λελεγμένον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 675· [[ἅλις]] λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1016· [[ἅλις]] ἀφίης μοι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· [[ὅταν]] τίθεται [[πέρας]] εἰς λόγον ἢ [[ζήτημα]]· καὶ τούτων μὲν [[ἅλις]], Πλάτ. Πολιτ. 287Α· καὶ περὶ μὲν τούτων [[ἅλις]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6, κτλ. II. [[τύπος]] τις [[ἅλιας]] ἢ ἁλίας παρ’ Ἱππών. 101· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 63. 18, Ἰωάνν. Ἀλ. Τον. παραγγ. σ. 38.12· οὕτω δὲ ἀναγινώσκει ὁ Δινδόρφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 723 (λυρ.), ἁλίας, ἁλίας ὁ [[πάρος]] ἀρχαγός, [[ἔνθα]] τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἁλίσας.
|lstext='''ἅλις''': [ᾰλῑς], ἐπίρρ.: (ἴδε ἐν λ. [[ἁλής]]). Σωρηδόν, εἰς [[πλῆθος]] ἀφθόνως, Λατ. affatim καὶ κατὰ τροποποίησιν τῆς ἐννοίας, = ἱκανῶς, ἀρκετά, Λατ. satis: 1) παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον συνάπτεται μετὰ ῥημάτων, [[ἅλις]] πεποτήαται [μέλισσαι], Ἰλ. Β. 90· περὶ δὲ Τρωαὶ [[ἅλις]] ἦσαν, Γ. 384· [[κόπρος]] [[ἅλις]] κέχυτο, Ρ. 298· [[ἅλις]] δὲ οἱ ἦσαν ἄρουραι, Ἰλ. Ξ. 122: -ἐκ τῶν συμφραζομένων δὲ [[ἐνίοτε]] λαμβάνει τὴν σημασίαν: σχεδὸν ἐπαρκῶς, ὡς τὸ μετρίως, εἰ δ’ [[ἅλις]] ἔλθοι [[Κύπρις]], Εὐρ. Μήδ. 629· ἔφερε κακὸν [[ἅλις]], ὁ αὐτ. Ἄλκ. 907. 2) παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται [[συχνάκις]] στενῶς συνδεδεμένον μετά τινος ὀνόματος: χαλκόν τε χρυσόν τε [[ἅλις]] χαλκὸν καὶ χρυσὸν ἐν ἀφθονίᾳ ἢ ἀρκετόν, Ὀδ. Π. 231, πρβλ. Ἰλ. Χ. 340· νῆα [[ἅλις]] χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω. Ἰλ. Ι. 137· [[ἅλις]] χεράδος (ἴδε ἐν λ. [[χέραδος]]), Φ. 319· [[ἅλις]] δ’ εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339. - Ἡ Ὁμηρικὴ αὕτη [[χρῆσις]] [[εἶναι]] [[σπανία]] παρ’ Ἀττ.· [[ἅλις]] βίοτον [[εὗρον]], Εὐρ. Μήδ. 1107· λύπας [[ἅλις]] ἔχων (Ἑλμσλ. λύπης), ὁ αὐτ. Ἑλ. 589: - σπανίως μετ’ ἐπιθέτου, [[ἅλις]]… ἦσθ’ [[ἀνάρσιος]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 511. 3) [[ἅλις]] (ἐνν. ἐστί), = ἀρκεῖ· ἢ οὐχ [[ἅλις]] [[ὅττι]]...; = δὲν ἀρκεῖ ὅτι...; Ἰλ. Ε. 349· ἢ οὐχ [[ἅλις]], ὡς...; Ρ. 450, Ὀδ. Β. 312· [[οὕτως]], [[ἅλις]], ἵν’ ἐξήκεις δακρύων, Σοφ. Ο. Τ. 1515· καὶ ἀπολύτως [[ἅλις]], ἀρκεῖ, ὁ αὐτ. Αἴ. 1402: - Παρ’ Ἀττ. μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἀργείοισι Καδμείους [[ἅλις]] ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, Αἰσχύλ. Θήβ. 679· μ. δοτ. καὶ ἀπαρ., δὲ κλαίειν τοὐμὸν ἦν ἐμοὶ κακόν, Εὐρ. Ἄλκ. 1041, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 685. 4) = ἐπιθέτῳ ὡς κατηγορούμενον, [[ἅλις]] γὰρ ἡ παροῦσα [[συμφορά]], Εὐρ. Ἄλκ. 673· πρβλ. Ι. Τ. 983, Σοφ. Τρ. 332. 5) [[ἅλις]] (ἐνν. εἰμί), προστιθεμένης μετοχῆς, [[ἅλις]] νοσοῦσ’ ἐγώ, = ἀρκεῖ ὅτι [[ὑποφέρω]], ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1061· [[ἅλις]] ἐγὼ δυστυχῶν, Τραγ. παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9, 11. 5. 6) παρ’ Ἀττ. = τῷ Λατ. satis, μετὰ γεν. πράγ., = ἀρκετὸν [[μέρος]] ἔκ τινος πράγμ., [[ἅλις]] ἔχειν τῆς βορῆς, Ἡρόδ. 1.119, πρβλ. 9. 27· πημονῆς [[ἅλις]] γ΄ ὑπάρχει, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656, πρβλ. 1659· [[ἅλις]] [ἐστὶ] λελεγμένον, ὁ αὐτ. Εὐμ. 675· [[ἅλις]] λόγων, Σοφ. Ο. Κ. 1016· [[ἅλις]] ἀφίης μοι, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421· [[ὅταν]] τίθεται [[πέρας]] εἰς λόγον ἢ [[ζήτημα]]· καὶ τούτων μὲν [[ἅλις]], Πλάτ. Πολιτ. 287Α· καὶ περὶ μὲν τούτων [[ἅλις]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 6, κτλ. II. [[τύπος]] τις [[ἅλιας]] ἢ ἁλίας παρ’ Ἱππών. 101· πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 63. 18, Ἰωάνν. Ἀλ. Τον. παραγγ. σ. 38.12· οὕτω δὲ ἀναγινώσκει ὁ Δινδόρφ. ἐν Εὐρ. Ἴωνι 723 (λυρ.), ἁλίας, ἁλίας ὁ [[πάρος]] ἀρχαγός, [[ἔνθα]] τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἁλίσας.
}}
}}
{{bailly
{{bailly