Anonymous

ἀρνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Αἰσχύλ., Ἀριστοφ.· [[ὡσαύτως]], ἀρνηθήσομαι (ἀπ-) Σοφ. Φ. 527, Καιν. Διαθ.: ἀόρ. παθ. ἠρνήθην [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 6. 60, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἠρνησάμην Ὅμ. (ἴδε κατωτ.), Ἡρόδ. 3. 1, ἀλλὰ [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἴων 1026, Αἰσχίν. 37, 8., 85. 45: πρκμ. ἤρνημαι Δημ. 843. 10: ― πρβλ. ἀπ-, ἐξ-, καταρνέομαι: ἀποθ. Ἀντίθετον τῷ [[φημί]], [[εἶπον]], ἀρνοῦμαι, τεὸν [[ἔπος]] ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358, κτλ.· ἀρν. [[ἀμφί]] τινι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 390· ἀρν. ἃ [[εἶπον]] Εὐρ. Ἑκ. 303· πρβλ. Ἡρόδ. 2. 174. 2) ἀντίθετον τῷ δοῦναι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσῳ, [[τόξον]]... [[δόμεναι]] καὶ ἀρνήσασθαι Ὀδ. Φ. 345, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 406, Ἡρόδ. 3. 1· ἀρν. γάμον Ὀδ. Α. 249· καὶ ταῦτ’ ἀρνούμενος πάντα τὸν ἔμπροσθε χρόνον ταύτην τὴν χρείαν, μὴ ἀναδεχόμενος, ἀπορρίπτων ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν, Δημ. 319. 26· [[ὅταν]] μὲν [[τοίνυν]] τὴν διαθήκην ἀρνῆται, [[ὅταν]] λέγῃ ὅτι δὲν ἔγεινεν ἡ [[διαθήκη]], ὁ αὐτ. 955. 10· ζωὰν ἀρν., ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀνθ. Π. 7. 473. 3) ἀπολ., [[λέγω]] ὄχι, δὲν [[θέλω]], ὁ δ’ ἠρνεῖτο στεναχίζων Ἰλ. Π. 304· αὐτὰρ ὅγ’ ἠρνεῖτο στερεῶς Ψ. 42, κτλ. Σύνταξ.: ἐξηρτημέναι προτάσεις ἐκφέρονται κατ’ ἀπαρ. ἢ [[ἄνευ]] τοῦ μή, ἀρνοῦμαι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 13, Αἰσχύλ. Εὐμ. 611, Εὐρ. Ι. Α. 966· ἢ [[μετὰ]] τοῦ μή, [[λέγω]] ὅτι... δὲν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 572, Ἀντιφῶν 123. 12, Ξεν. Αθ. 2. 17, κτλ.· ἀρν. μὴ οὐ..., Δίων Κ. 50. 22· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν Σοφ. Φ. 118· [[ἐπίσης]], ἀρν. ὅτι οὐ..., ὡς οὐ... Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 17, Λυσ. 100. 41, Δημ. 124, ἐν τέλει. ― [[ὡσαύτως]] ποιητ. [[μετὰ]] μετοχ., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1158, πρβλ. Ὀρ. 1582.
|lstext='''ἀρνέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, Αἰσχύλ., Ἀριστοφ.· [[ὡσαύτως]], ἀρνηθήσομαι (ἀπ-) Σοφ. Φ. 527, Καιν. Διαθ.: ἀόρ. παθ. ἠρνήθην [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 6. 60, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μέσ. ἀόρ. ἠρνησάμην Ὅμ. (ἴδε κατωτ.), Ἡρόδ. 3. 1, ἀλλὰ [[σπάνιος]] παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἴων 1026, Αἰσχίν. 37, 8., 85. 45: πρκμ. ἤρνημαι Δημ. 843. 10: ― πρβλ. ἀπ-, ἐξ-, καταρνέομαι: ἀποθ. Ἀντίθετον τῷ [[φημί]], [[εἶπον]], ἀρνοῦμαι, τεὸν [[ἔπος]] ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358, κτλ.· ἀρν. [[ἀμφί]] τινι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 390· ἀρν. ἃ [[εἶπον]] Εὐρ. Ἑκ. 303· πρβλ. Ἡρόδ. 2. 174. 2) ἀντίθετον τῷ δοῦναι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσῳ, [[τόξον]]... [[δόμεναι]] καὶ ἀρνήσασθαι Ὀδ. Φ. 345, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 406, Ἡρόδ. 3. 1· ἀρν. γάμον Ὀδ. Α. 249· καὶ ταῦτ’ ἀρνούμενος πάντα τὸν ἔμπροσθε χρόνον ταύτην τὴν χρείαν, μὴ ἀναδεχόμενος, ἀπορρίπτων ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν, Δημ. 319. 26· [[ὅταν]] μὲν [[τοίνυν]] τὴν διαθήκην ἀρνῆται, [[ὅταν]] λέγῃ ὅτι δὲν ἔγεινεν ἡ [[διαθήκη]], ὁ αὐτ. 955. 10· ζωὰν ἀρν., ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀνθ. Π. 7. 473. 3) ἀπολ., [[λέγω]] ὄχι, δὲν [[θέλω]], ὁ δ’ ἠρνεῖτο στεναχίζων Ἰλ. Π. 304· αὐτὰρ ὅγ’ ἠρνεῖτο στερεῶς Ψ. 42, κτλ. Σύνταξ.: ἐξηρτημέναι προτάσεις ἐκφέρονται κατ’ ἀπαρ. ἢ [[ἄνευ]] τοῦ μή, ἀρνοῦμαι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 13, Αἰσχύλ. Εὐμ. 611, Εὐρ. Ι. Α. 966· ἢ μετὰ τοῦ μή, [[λέγω]] ὅτι... δὲν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 572, Ἀντιφῶν 123. 12, Ξεν. Αθ. 2. 17, κτλ.· ἀρν. μὴ οὐ..., Δίων Κ. 50. 22· [[ὡσαύτως]], οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν Σοφ. Φ. 118· [[ἐπίσης]], ἀρν. ὅτι οὐ..., ὡς οὐ... Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 17, Λυσ. 100. 41, Δημ. 124, ἐν τέλει. ― [[ὡσαύτως]] ποιητ. μετὰ μετοχ., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1158, πρβλ. Ὀρ. 1582.
}}
}}
{{bailly
{{bailly