Anonymous

ἀραῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ἀντ. 867 (ἀρά): - Ἀττ. (κατὰ τὸ πλεῖστον Τραγ.) ἐπίθ., πρβλ. [[εὐκταῖος]]. 1) παθ., παρακαλούμενος, ἱκετευόμενος, [[Ζεὺς]] [[ἀραῖος]] = [[ἱκέσιος]] Σοφ. Φ. 1181. 2) ὁ καθ’ οὗ προσηυχήθη τις, κατηραμένος, μεστὸς ἀρᾶς ἢ ἀρῶν, γονὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· [[πότμος]] ἀρ. ἐκ πατρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 898· [[ὥσπερ]] μ’ ἀραῖον ἔλαβες, «τῇ ἀρᾷ ἔνοχον», (Σχολ.), «[[ὥσπερ]] με εἶλες διὰ τῆς ἀρᾶς» Εὐστ., ἐπειδή μ’ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου ὑπὸ κατάραν [[ὅπως]] εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Σοφ. Ο. Τ. 276. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάραν, βλάβην, [[μετὰ]] δοτ., [[φθόγγος]] ἀρ. οἴκοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 236· δόμοις [[ἀραῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1291· πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 608, Ι. Τ. 778· [[ἀραῖος]] γονεὺς ἐκγόνοις Πλάτ. Νόμ. 931C: - ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1398, Σοφ. Τρ. 1202,
|lstext='''ἀραῖος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ἀντ. 867 (ἀρά): - Ἀττ. (κατὰ τὸ πλεῖστον Τραγ.) ἐπίθ., πρβλ. [[εὐκταῖος]]. 1) παθ., παρακαλούμενος, ἱκετευόμενος, [[Ζεὺς]] [[ἀραῖος]] = [[ἱκέσιος]] Σοφ. Φ. 1181. 2) ὁ καθ’ οὗ προσηυχήθη τις, κατηραμένος, μεστὸς ἀρᾶς ἢ ἀρῶν, γονὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· [[πότμος]] ἀρ. ἐκ πατρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 898· [[ὥσπερ]] μ’ ἀραῖον ἔλαβες, «τῇ ἀρᾷ ἔνοχον», (Σχολ.), «[[ὥσπερ]] με εἶλες διὰ τῆς ἀρᾶς» Εὐστ., ἐπειδή μ’ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου ὑπὸ κατάραν [[ὅπως]] εἴπω τὴν ἀλήθειαν, Σοφ. Ο. Τ. 276. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐπιφέρων κατάραν, βλάβην, μετὰ δοτ., [[φθόγγος]] ἀρ. οἴκοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 236· δόμοις [[ἀραῖος]] Σοφ. Ο. Τ. 1291· πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 608, Ι. Τ. 778· [[ἀραῖος]] γονεὺς ἐκγόνοις Πλάτ. Νόμ. 931C: - ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1398, Σοφ. Τρ. 1202,
}}
}}
{{bailly
{{bailly