Anonymous

ἄνωγα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνωγα''': παλαιὸς Ἐπ. πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., ἔχων [[σφόδρα]] ἀνωμάλους σχηματισμούς: [[ἄνωγα]], ας, ε, [[ἄνευ]] αὐξήσ., Ἰλ. καὶ Τραγ., Ἡρόδ. 3. 81· α΄ πληθ. ἄνωγμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 528· προστ. ἄνωγε Εὐρ. Ὀρ. 119, ἀλλὰ [[πλεονάκις]] [[ἄνωχθι]] Ἰλ. Ψ. 158, Αἰσχύλ. Χο. 772, Εὐρ.· γ΄ ἑν. ἀνωγέτω Ὀδ. Β. 195, ἀνώχθω Ἰλ. Λ. 189· β΄ πληθ. ἀνώγετε Ὀδ. Ψ. 132, ἄνωχθε Χ. 437, Εὐρ. Ρῆσ. 987· ὑποτακτ. ἀνώγῃ Ὅμ., Ἡρόδ. 7. 104· ἀπαρ. ἀνωγέμεν Ἰλ. Ν. 56: - ὑπερσυντ. [[μετὰ]] σημασ. παρατ., γ΄ ἑν. ἠνώγει Ζ. 170, Σοφ.· καὶ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀνώγει Ἰλ. Σ. 176· Ἰων. [[ἠνώγεα]] Ὀδ. Ι. 44, Ρ. 55: ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] ἀνώγει ἐν Ἰλ. Ζ. 439, Η. 74, Τ. 102, Ὀδ. Ε. 139, 357, Ἡσ. Θ. 549, Ἡρόδ. 7. 104 [[εἶναι]] κατ’ ἀνάγκην ἐνεστὼς κατὰ σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀναχθῇ εἰς ἐνεστῶτα [[ἀνώγω]] (ἂν καὶ ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ ἄνωγεν)· ἔχομεν [[ὡσαύτως]] β΄ δυϊκὸν ἀνώγετον Ἰλ. Δ. 287, καὶ (μεταγ.) β΄ ἑν. ἀνώγεις Κόϊντ. Σμ. 13. 238: - Ἐκ τούτου [[πάλιν]] τοῦ ἐνεστῶτος σχηματίζονται ὁ παρατ. ἤνωγον Ἰλ. Ι. 578, Ὀδ. Ξ. 239, ἢ ἄνωγον Ἰλ. Ε. 805, Ὀδ. Γ. 35, κτλ.· ἤνωγε Ὕμν. εἰς Δήμ. 298, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 68: μέλλ. [[ἀνώξω]] Ὀδ. Π. 404· ἀόρ. ἤνωξα Ἡσ. Ἀσπ. 479, ἀπαρ. ἀνῶξαι Ὀδ. Κ. 531· ἀόρ. ὑποτ. ἀνώξομεν, Ἐπ. ἀντὶ -ωμεν, Ἰλ. Ο. 295: - Ἐν Ἰλ. Η. 394, ὁ παρατ. ἠνώγεον ὑποτίθησιν ἕτερον ἐνεστῶτα ἀνωγέω, ἐκτὸς ἂν ([[μετὰ]] τοῦ Spitzn.) ἀναγνώσωμεν ἠνώγειν. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἀπαντῶν δὶς παρ’ Ἡροδ.), [[κελεύω]], παραγγέλω, διατάττω, Λατ. jubeo, ἰδίως ἐπὶ βασιλέων καὶ δεσποτῶν, Ἰλ. Ε. 899, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ ἴσων καὶ κατωτέρων, [[συμβουλεύω]], παρακινῶ, [[προτρέπω]], Π. 8, Ὀδ. Β. 195, κτλ.: - Ἡ [[πλήρης]] [[σύνταξις]] [[εἶναι]] [[μετὰ]] αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, ἐκέλευσε τὸν λαὸν νὰ σιωπήσῃ, Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Δ. 287, κτλ.· [[πατήρ]] σ’ ἄνωγε… αὐδᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 947, πρβλ. 1037, κτλ.· πράσσειν ἄνωγας οὖν με τάδε; Σοφ. Τρ. 1247· σιγᾶν [[ἄνωγα]] (ἐνν. σε) ὁ αὐτ. Ἠλ. 1458: - παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] μετά δοτ. προσ., Ὀδ. Κ. 531, Υ. 139, κἐξ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 693: - μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, αὐτὸν [[θυμός]]… ἀνώγει, ἡ ψυχὴ του τὸν παρακινεῖ, τὸν προτρέπει, τὸν ἀναγκάζει., Ἰλ. Ο. 43· [[κέλομαι]] καὶ [[ἄνωγα]] Ὀδ. Γ. 317, κτλ.
|lstext='''ἄνωγα''': παλαιὸς Ἐπ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ., ἔχων [[σφόδρα]] ἀνωμάλους σχηματισμούς: [[ἄνωγα]], ας, ε, [[ἄνευ]] αὐξήσ., Ἰλ. καὶ Τραγ., Ἡρόδ. 3. 81· α΄ πληθ. ἄνωγμεν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλ. 528· προστ. ἄνωγε Εὐρ. Ὀρ. 119, ἀλλὰ [[πλεονάκις]] [[ἄνωχθι]] Ἰλ. Ψ. 158, Αἰσχύλ. Χο. 772, Εὐρ.· γ΄ ἑν. ἀνωγέτω Ὀδ. Β. 195, ἀνώχθω Ἰλ. Λ. 189· β΄ πληθ. ἀνώγετε Ὀδ. Ψ. 132, ἄνωχθε Χ. 437, Εὐρ. Ρῆσ. 987· ὑποτακτ. ἀνώγῃ Ὅμ., Ἡρόδ. 7. 104· ἀπαρ. ἀνωγέμεν Ἰλ. Ν. 56: - ὑπερσυντ. μετὰ σημασ. παρατ., γ΄ ἑν. ἠνώγει Ζ. 170, Σοφ.· καὶ [[ἄνευ]] αὐξήσ. ἀνώγει Ἰλ. Σ. 176· Ἰων. [[ἠνώγεα]] Ὀδ. Ι. 44, Ρ. 55: ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] ἀνώγει ἐν Ἰλ. Ζ. 439, Η. 74, Τ. 102, Ὀδ. Ε. 139, 357, Ἡσ. Θ. 549, Ἡρόδ. 7. 104 [[εἶναι]] κατ’ ἀνάγκην ἐνεστὼς κατὰ σημασίαν, καὶ διὰ τοῦτο πρέπει νὰ ἀναχθῇ εἰς ἐνεστῶτα [[ἀνώγω]] (ἂν καὶ ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ ἄνωγεν)· ἔχομεν [[ὡσαύτως]] β΄ δυϊκὸν ἀνώγετον Ἰλ. Δ. 287, καὶ (μεταγ.) β΄ ἑν. ἀνώγεις Κόϊντ. Σμ. 13. 238: - Ἐκ τούτου [[πάλιν]] τοῦ ἐνεστῶτος σχηματίζονται ὁ παρατ. ἤνωγον Ἰλ. Ι. 578, Ὀδ. Ξ. 239, ἢ ἄνωγον Ἰλ. Ε. 805, Ὀδ. Γ. 35, κτλ.· ἤνωγε Ὕμν. εἰς Δήμ. 298, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 68: μέλλ. [[ἀνώξω]] Ὀδ. Π. 404· ἀόρ. ἤνωξα Ἡσ. Ἀσπ. 479, ἀπαρ. ἀνῶξαι Ὀδ. Κ. 531· ἀόρ. ὑποτ. ἀνώξομεν, Ἐπ. ἀντὶ -ωμεν, Ἰλ. Ο. 295: - Ἐν Ἰλ. Η. 394, ὁ παρατ. ἠνώγεον ὑποτίθησιν ἕτερον ἐνεστῶτα ἀνωγέω, ἐκτὸς ἂν (μετὰ τοῦ Spitzn.) ἀναγνώσωμεν ἠνώγειν. Ποιητ. [[ῥῆμα]] (ἀπαντῶν δὶς παρ’ Ἡροδ.), [[κελεύω]], παραγγέλω, διατάττω, Λατ. jubeo, ἰδίως ἐπὶ βασιλέων καὶ δεσποτῶν, Ἰλ. Ε. 899, κτλ.· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ ἐπὶ ἴσων καὶ κατωτέρων, [[συμβουλεύω]], παρακινῶ, [[προτρέπω]], Π. 8, Ὀδ. Β. 195, κτλ.: - Ἡ [[πλήρης]] [[σύνταξις]] [[εἶναι]] μετὰ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, ἐκέλευσε τὸν λαὸν νὰ σιωπήσῃ, Ἰλ. Β. 280, πρβλ. Δ. 287, κτλ.· [[πατήρ]] σ’ ἄνωγε… αὐδᾶν Αἰσχύλ. Πρ. 947, πρβλ. 1037, κτλ.· πράσσειν ἄνωγας οὖν με τάδε; Σοφ. Τρ. 1247· σιγᾶν [[ἄνωγα]] (ἐνν. σε) ὁ αὐτ. Ἠλ. 1458: - παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] μετά δοτ. προσ., Ὀδ. Κ. 531, Υ. 139, κἐξ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 693: - μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, αὐτὸν [[θυμός]]… ἀνώγει, ἡ ψυχὴ του τὸν παρακινεῖ, τὸν προτρέπει, τὸν ἀναγκάζει., Ἰλ. Ο. 43· [[κέλομαι]] καὶ [[ἄνωγα]] Ὀδ. Γ. 317, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly