3,277,121
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτῑμάζω''': μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), [[συχνάκις]] ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - | |lstext='''ἀτῑμάζω''': μέλλ. -άσω καὶ ἀόρ. ἠτίμασα, Τραγ., Πλάτ., κτλ.: πρκμ. ἠτίμακα Πλάτ. Πολιτικ. 266D: - Παθ., πρκμ. ἠτίμασμαι, Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἠτιμάσθην Πινδ. Ἀποσπ. 100, Πλάτ.: μέλλ. ἀτιμασθήσομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068, Σοφ. Ο. Τ. 1081. (ἄτιμος). Δὲν τιμῶ, δὲν ἔχω ἐν τιμῇ, καταφρονῶ, δεικνύω καταφρόνησιν, μετ’ αἰτ., ὁ Ὅμ. [[ἅπαξ]] ἐν Ἰλ. (Ι. 450, ἀτιμάζεσκε δ’ ἄκοιτιν), [[συχνάκις]] ἐν Ὀδ., τούσδε γ’ ἀτιμάζει κατὰ δῆμον Ζ. 283· οἶκον ἀτιμάζοντες ἔδουσιν Φ. 332, πρβλ. 427· οὕτω, ἀτ. τοκῆας Θέογν. 821· [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὡς ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 1018, Εὐμ. 712, 917, κ. ἀλλ.· μή μ’ ἀτιμάσας γένῃ Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 10· συχνὸν [[ὡσαύτως]] παρὰ Πλάτ., τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν ἀτ. Φαίδων 107A, κ. ἀλλ.: - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Σοφ. Αἴ. 1342: - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἔπη… ἃ νῦν σὺ τήνδ’ ἀτιμάζεις πόλιν; δι’ ὧν νῦν σὺ ἀτιμάζεις ταύτην τὴν πόλιν; ὁ αὐτ. Ο. Τ. 340: - Παθ., [[ὑποφέρω]] ἀτιμίαν, [[ὄνειδος]], προσβολήν, ἀτιμάζομαι, [[πρός]] τινος Πινδ. Ἀποσπ. 89. 7, Ἡρόδ. 1. 61· οὐκ ἀτιμασθήσομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1081· μετ’ οὐδ. πληθ., ἀνάξι’ ἠτιμασμένη Εὐρ. Ι. Α. 943, πρβλ. Δημ. 538. 24. 2) μετὰ γεν. πράγμ., μεταχειρίζομαί τινα ὡς ἀνάξιόν τινος, μή μ’ ἀτιμάσῃς λόγου Αἰσχὐλ. Πρ. 783· μή μ’ ἀτιμάσῃς... ὧν σε [[προστρέπω]] φράσαι = τούτων ἅ σε πρ. φρ., Σοφ. Ο. Κ. 49, πρβλ. Ἀντ. 22 3) μετ’ ἀπαρεμ., ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσῃς [[μολεῖν]], μή με θεωρήσῃς ἀνάξιον τῆς ἐπισκέψεώς σου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244: πληρέστερον, [[μήτοι]], [[κασιγνήτη]], μ’ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ’ ἁγνίσαι, μή, [[ἀδελφή]] μου, μή με θεωρήσῃς ἀναξίαν νὰ συναποθάνω μετὰ σοῦ καὶ τὸν ἀποθανόντα νὰ ἁγνίσω, Σοφ. Ἀντ. 544· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], οὐκ ἀτιμάσω θεοὺς προσειπεῖν, οὐκ ἀτιμάσω θεούς, [[ὥστε]] μὴ προσειπεῖν αὐτούς, δὲν θὰ ὀλιγωρήσω νὰ προσενέγκω αὐτοῖς τὰς πρεπούσας τιμάς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 608, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 182C. ΙΙ. = [[ἀτιμόω]], ἐπὶ δικανικῆς ἐννοίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 20, πρβλ. Θουκ. 3. 42, [[ἔνθα]] ἀπὸ τῆς μιᾶς σημασίας γίνεται [[μετάπτωσις]] εἰς τὴν [[ἄλλην]], Δίων Κ. 38. 13. - Πρὸ πάντων παρὰ ποιηταῖς· πρβλ. [[ἀτιμάω]], -όω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |