Anonymous

ἐκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐξέπεσον: πρκμ. ἐκπέπτωκα: [[πίπτω]] ἔκ τινος, δίφρου, ἵππων Ὁμ.· ἀντύγων ἄπο Εὐρ. Φοίν. 1193, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. προσ., [[τόξον]] δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἰλ. Ο. 465· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, ἔπεσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του, Β. 266: ‒ ἀπολ., [[πίπτω]] ἔξω, Ψ. 467· [[πίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 7. ‒ Μεθ᾿ Ὅμ. κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[συχνάκις]] χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ [[ἐκβάλλω]]: 1) ἐπὶ ναυτιλλομένων, ἐκβάλλομαι, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Ἡρόδ. 3. 138, πρβλ. Θ. 13· ἐξέπεσον ἐς γῆν τήνδε Εὐρ. Ἑλ. 409, πρβλ. 539· ἐκπ. πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 866D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, ναυαγῶ, [[πίπτω]] ἔξω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· ἐπὶ φορτίων πλοίου, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηρὰν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 13· ἐπὶ ἰχθύων, καταπήγνυνται καὶ ἐκπίπτουσιν, ἐκβάλλονται εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 1. 2) [[πίπτω]], ἐκ τῆς κοινωνικῆς θέσεώς μου, χάνω τὴν περιουσίαν μου, «ξεπέφτω», Λατ. excidere, ἐκπεπτωκότα ἐκ τῶν ἐόντων Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2· ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας Ἰσοκρ. 184C· τυραννίδος, ἀρχῆς, κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 756, 757, 948· ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Θουκ. 8. 81. 3) ἐκδιώκομαι, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Ἡρόδ. 5. 72· ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξοριζόμενων, ἐκπ. ἐκ τῆς πατρίδος, Λατ. excidere patria, ὁ αὐτ. 1. 150, πρβλ. 6. 121· ἐκπ. χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 766, πρβλ. Αἴ. 1177· ἐκπ. πολέμῳ ἢ στάσει Θουκ. 1. 2· γυμνὸς θύραζ’ ἐξέπεσον Ἀριστοφ. Πλ. 244· ὑπό τινος, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Ἡρόδ. 8. 141, πρβλ. Θουκ. 4. 66· [[πρός]] τινος Αἰσχύλ. Πρ. 948, Σοφ. Ἀντ. 679· ― ἐν Θουκ. 7. 50, ἡ πρόθ. ἐς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐσφαλμένη· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 2. 4) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξαρθροῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι καὶ [[ἐκπίπτω]], ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769· [[οὕτως]], ἐκπ. ὀδόντες, πτερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 55, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 5) [[ἐπεξέρχομαι]], ἐκβοηθῶ, ἐξορμῶ, Ἡρόδ. 9. 74· ἐκ τοῦ σταυρώματος Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 17. 6) [[ἐξέρχομαι]], [[πίπτω]] ἔξω, ἐπὶ [[ψήφων]], ὁ αὐτ. Συμπ. 5. 10. 7) [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 6. 95. 8) ἐπὶ χρησμῶν ἐξερχομένων ἐκ τοῦ ἀδύτου, χρησμὸς ἐκπίπτει μοι, μεταδίδοταί μοι, ἀνακοινοῦταί μοι, Λουκ. Ἀλέξ. 43, κτλ.· κοινολογοῦμαι, δημοσιεύομαι, γνωστοποιοῦμαι, Πλάτ. Ἐπιστ. 314Α, Πολύβ. 31. 8, 10. 9) [[παρεκκλίνω]], ἐκπεσόντες ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν. 5, 2, 31· ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Πλάτ. Πολ. 495Α· [[παρεκβαίνω]], Ἰσοκρ. 250, ἐν τέλ.· ἐκπ. ἐκ τοῦ λόγου Αἰσχίν. 32. 42. 10) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξέπεσέ με, μὲ ἐξέφυγε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17. 11) [[μεταπίπτω]], εἰς ἀλλότριον [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 497Β· εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ἀπολ., καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 6. 12) ἐπὶ ἠθοποιῶν ἢ δραματικῶν ἔργων, ἐκσυρρίτομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodi, Δημ. 315. 10, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 7· οὕτω καὶ ἐπὶ ῥητόρων, Πλάτ. Γοργ. 517Α, πρβλ. Φίληβ. 13D· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] IV, [[συρίζω]]. 13) ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ὁ [[ἄνεμος]] ἐκσπάσας κατέρριψν, ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες Ξενοφ. Ἀν. 2. 2, 10· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 2.
|lstext='''ἐκπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι: ἀόρ. ἐξέπεσον: πρκμ. ἐκπέπτωκα: [[πίπτω]] ἔκ τινος, δίφρου, ἵππων Ὁμ.· ἀντύγων ἄπο Εὐρ. Φοίν. 1193, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ. προσ., [[τόξον]] δέ οἱ ἔκπεσε χειρός. Ἰλ. Ο. 465· θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ, ἔπεσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του, Β. 266: ‒ ἀπολ., [[πίπτω]] ἔξω, Ψ. 467· [[πίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 7. ‒ Μεθ᾿ Ὅμ. κατὰ διαφόρους σχέσεις, [[συχνάκις]] χρησιμεῦον ὡς παθ. τοῦ [[ἐκβάλλω]]: 1) ἐπὶ ναυτιλλομένων, ἐκβάλλομαι, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἀναχθέντες δὲ ἐκ τῆς Κρότωνος οἱ Πέρσαι ἐκπίπτουσι τῇσι νηυσὶ ἐς Ἰηπυγίην Ἡρόδ. 3. 138, πρβλ. Θ. 13· ἐξέπεσον ἐς γῆν τήνδε Εὐρ. Ἑλ. 409, πρβλ. 539· ἐκπ. πρὸς χώραν Πλάτ. Νόμ. 866D· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πλοίων, ναυαγῶ, [[πίπτω]] ἔξω, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 12· ἐπὶ φορτίων πλοίου, ῥίπτομαι εἰς τὴν ξηρὰν ὑπὸ τῆς θαλάσσης, [[αὐτόθι]] 13· ἐπὶ ἰχθύων, καταπήγνυνται καὶ ἐκπίπτουσιν, ἐκβάλλονται εἰς τὴν ξηράν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 5· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 1. 2) [[πίπτω]], ἐκ τῆς κοινωνικῆς θέσεώς μου, χάνω τὴν περιουσίαν μου, «ξεπέφτω», Λατ. excidere, ἐκπεπτωκότα ἐκ τῶν ἐόντων Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 2. 2· ἐκ τῶν πατρῴων ἐκπεπτωκότας Ἰσοκρ. 184C· τυραννίδος, ἀρχῆς, κράτους Αἰσχύλ. Πρ. 756, 757, 948· ἀπὸ τῶν ἐλπίδων Θουκ. 8. 81. 3) ἐκδιώκομαι, ἐκ τῆς ἀκροπόλιος Ἡρόδ. 5. 72· ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐξοριζόμενων, ἐκπ. ἐκ τῆς πατρίδος, Λατ. excidere patria, ὁ αὐτ. 1. 150, πρβλ. 6. 121· ἐκπ. χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 766, πρβλ. Αἴ. 1177· ἐκπ. πολέμῳ ἢ στάσει Θουκ. 1. 2· γυμνὸς θύραζ’ ἐξέπεσον Ἀριστοφ. Πλ. 244· ὑπό τινος, ἐκ Πελοποννήσου ὑπὸ Μήδων Ἡρόδ. 8. 141, πρβλ. Θουκ. 4. 66· [[πρός]] τινος Αἰσχύλ. Πρ. 948, Σοφ. Ἀντ. 679· ― ἐν Θουκ. 7. 50, ἡ πρόθ. ἐς φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἐσφαλμένη· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] Ι. 2. 4) ἐπὶ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἐξαρθροῦμαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784, κτλ.· ἐπὶ τῆς σαρκός, νεκροῦμαι καὶ [[ἐκπίπτω]], ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 769· [[οὕτως]], ἐκπ. ὀδόντες, πτερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 55, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 5) [[ἐπεξέρχομαι]], ἐκβοηθῶ, ἐξορμῶ, Ἡρόδ. 9. 74· ἐκ τοῦ σταυρώματος Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 11· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 17. 6) [[ἐξέρχομαι]], [[πίπτω]] ἔξω, ἐπὶ [[ψήφων]], ὁ αὐτ. Συμπ. 5. 10. 7) [[διαφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 6. 95. 8) ἐπὶ χρησμῶν ἐξερχομένων ἐκ τοῦ ἀδύτου, χρησμὸς ἐκπίπτει μοι, μεταδίδοταί μοι, ἀνακοινοῦταί μοι, Λουκ. Ἀλέξ. 43, κτλ.· κοινολογοῦμαι, δημοσιεύομαι, γνωστοποιοῦμαι, Πλάτ. Ἐπιστ. 314Α, Πολύβ. 31. 8, 10. 9) [[παρεκκλίνω]], ἐκπεσόντες ἐκ τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἀν. 5, 2, 31· ἐκ τοῦ ἐπιτηδεύματος Πλάτ. Πολ. 495Α· [[παρεκβαίνω]], Ἰσοκρ. 250, ἐν τέλ.· ἐκπ. ἐκ τοῦ λόγου Αἰσχίν. 32. 42. 10) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξέπεσέ με, μὲ ἐξέφυγε χωρὶς νὰ τὸ ἐννοήσω, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17. 11) [[μεταπίπτω]], εἰς ἀλλότριον [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 497Β· εἰς τὴν Φρυγιστὶ ἁρμονίαν Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 11· ἀπολ., καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. Θ΄, 6. 12) ἐπὶ ἠθοποιῶν ἢ δραματικῶν ἔργων, ἐκσυρρίτομαι ἐκ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodi, Δημ. 315. 10, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 7· οὕτω καὶ ἐπὶ ῥητόρων, Πλάτ. Γοργ. 517Α, πρβλ. Φίληβ. 13D· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] IV, [[συρίζω]]. 13) ἐπὶ δένδρων, [[ἅπερ]] ὁ [[ἄνεμος]] ἐκσπάσας κατέρριψν, ἐκ τῶν φοινίκων οἳ ἦσαν ἐκπεπτωκότες Ξενοφ. Ἀν. 2. 2, 10· πρβλ. [[ἐκβάλλω]] ΙΙ. 2.
}}
}}
{{bailly
{{bailly