Anonymous

ἐπαυλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. [[μετὰ]] μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
|lstext='''ἐπαυλίζομαι''': Ἀποθ. μετὰ μέσ. ἀορ., [[στρατοπεδεύω]] ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. [[αὐλίζομαι]]. 2) [[στρατοπεδεύω]] πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· [[καταλύω]] [[παρά]] τινι, [[διέρχομαι]] μετ’ [[αὐτοῦ]] τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
}}
}}
{{bailly
{{bailly