ἐπαυλίζομαι
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Dep. with aor. Med.,
A encamp on the field, Th. 3.5,4.134; cf. αὐλίζομαι.
2 encamp near, τῇ πόλει Plu.Sull. 29.
3 pass the night, Hsch.
4 of birds, roost in, (αἰγείρῳ) A.R.3.929.
German (Pape)
[Seite 906] dabei im Zelte, im Felde liegen u. übernachten, sich dabei lagern; ἐπηυλίσαντο Thuc. 4, 134; τῇ πόλει, bei der Stadt, Plut. Syll. 29 u. öfter, wie D. Hal. u. Luc. Von Vögeln, Ap. Rh. 3, 929.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐπηυλιζόμην, ao. ἐπηυλισάμην et ἐπηυλίσθην, pf. ἐπηύλισμαι;
passer le nuit en plein air, bivouaquer en plein air : τῇ πόλει PLUT près de la ville.
Étymologie: ἐπί, αὐλίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαυλίζομαι: (близ чего-л.) ночевать на открытом воздухе, располагаться на биваке Thuc., Luc.: ἐ. τῇ πόλει Plut. расположиться на биваке близ города.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαυλίζομαι: Ἀποθ. μετὰ μέσ. ἀορ., στρατοπεδεύω ἐν τοῖς ἀγροῖς, Θουκ. 3. 5., 4. 134· πρβλ. αὐλίζομαι. 2) στρατοπεδεύω πλησίον, τῇ πόλει Πλουτ. Σύλλ. 29· καταλύω παρά τινι, διέρχομαι μετ’ αὐτοῦ τὴν νύκτα, «ἀπὸ τοῦ ἐπαυλίζεσθαι τὴν νύμφην» Ἡσύχ. ἐν λ. ἐπαύλια.
Greek Monolingual
ἐπαυλίζομαι (AM)
ζω κοντά σε κάποιον («πραέων τοῖς τόποις ἐπαυλίζῃ», Μηναία)
αρχ.
1. αυλίζομαι, στρατοπεδεύω («ἐπηυλίσθησαν ἐγγὺς τῶν νεῶν», Δίων Κάσσ.)
2. καταλύω κάπου, περνώ τη νύχτα
3. (για πουλιά) κουρνιάζω, κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυλίζομαι «καταλύω, διανυκτερεύω»].
Greek Monotonic
ἐπαυλίζομαι: αποθ. με Μέσ. αόρ.,
1. στρατοπεδεύω στον αγρό, σε Θουκ.
2. στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή κάτι, τινι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
1. Dep. with aor. mid., to encamp on the field, Thuc.
2. to encamp near, τινι Plut.
Lexicon Thucydideum
pernoctare (in loco pugnae), to pass the night (on the battlefield), 3.5.2, 4.134.2.