Anonymous

ὀνειδίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Σοφ. Ο. Τ. 1423, Εὐρ. Τρῳ. 430, Πλάτ., μεταγεν. -ίσω Ἀριστείδ.: ἀόρ. ὠνείδισα Ὅμ., κλ.: πρκμ. ὠνείδικα Λυσ. 147. 14. ― Παθ., Εὐρ. κλ.: μέσ. μέλλ. ὀνειδιεῖσθε (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Ο. Τ. 1500 ἀόρ. ὠνειδίσθην Πολύβ. 11. 5, 10. 1) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπου, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κατηγορῶ τινα διά τι, ἀποδίδω εἴς τινα κακόν τι, [[ἐλέγχω]], [[μέμφομαι]], [[χλευάζω]], Λατιν. objicere, exprobrare, ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Ἰλ. Ι. 34, πρβλ. Ὀδ. Σ. 380, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 716, Ἡρόδ. 1. 41. αἰσχύνομαί σοι ταῦτ’ ὀνειδίσαι Αἰσχύλ. Χο. 917˙ ἃ δ’ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας Εὐρ. Μήδ. 547˙ ὀν. φόνον τινὶ Δημ. 533. 26 [[ὡσαύτως]], ὀν. τι εἴς τινα Σοφ. Ο. Κ. 754, Φιλ. 523˙ ― [[μετὰ]] ἐξηρτημένης προτάσεως ἀντὶ τῆς αἰτ., Ἀγαμέμνονι. ὀνειδίζων, ὅτι..., Ἰλ. Β. 255, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, κ. ἀλλ.˙ ὀν. τινι, ὡς..., Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 8˙ τινί, [[διότι]]..., Πολύβ. 28. 4, 11˙ ― ἢ μετ’ ἀπαρεμφ., εἴ τίς τῳ ὄν. φιλοκερδεῖ [[εἶναι]] Πλάτ. Ἱππαρχ. 232C˙ ὀν. αὐτῷ τετρῆσθαι τὰ ὦτα Διογ. Λ. 2. 50. ― τελευταῖον, [[ἄνευ]] τῆς δοτ. τοῦ προσώπου, ὀνειδιῶν τι τῶν [[πάρος]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1423, πρβλ. 441. ― Παθ., ψέγομαι, κατηγοροῦμαι διά τι, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα... οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Πλάτ. Τίμ. 86D. ΙΙ. παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγμ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, 1) [[μετὰ]] δοτ. προσ., Ἰλ. Β. 255, κτλ., Λυσ. 179. 17˙ τινὶ [[περί]] τινος Ἡρόδ. 4. 79˙ τινί τινος 1. 90 (ἀλλὰ [[μετὰ]] διαφ. γραφ. τοῦτο)˙ τινὶ ἔς τι 8. 92. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Ἰλ. Α. 211˙ νείκει ὀνειδίζων Η 95˙ τοιαῦτ’ ὀνειδίζεις με Σοφ. Ο. Κ. 1002, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε˙ [[ὡσαύτως]], ἐπειδή... τυφλόν μ’ ὠνείδισας (δηλ. [[ὄντα]]), μὲ ἔψεξας ὅτι εἶμαι [[τυφλός]], μὲ ὕβρισας, Σοφ. Ο. Τ. 412. ― Παθ., ὀνειδίζομαι, ψέγομαι, κατηγοροῦμαι, ἔκ τινος Εὐρ. Τρῳ. 936˙ εἴς τι Διόδ. 20. 62˙ τινὶ ἤ τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Στοβ. 228. 1.
|lstext='''ὀνειδίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Σοφ. Ο. Τ. 1423, Εὐρ. Τρῳ. 430, Πλάτ., μεταγεν. -ίσω Ἀριστείδ.: ἀόρ. ὠνείδισα Ὅμ., κλ.: πρκμ. ὠνείδικα Λυσ. 147. 14. ― Παθ., Εὐρ. κλ.: μέσ. μέλλ. ὀνειδιεῖσθε (ἐπὶ παθ. σημασ.) Σοφ. Ο. Τ. 1500 ἀόρ. ὠνειδίσθην Πολύβ. 11. 5, 10. 1) μετ’ αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσώπου, ὡς καὶ νῦν, [[ὀνειδίζω]], [[ψέγω]], κατηγορῶ τινα διά τι, ἀποδίδω εἴς τινα κακόν τι, [[ἐλέγχω]], [[μέμφομαι]], [[χλευάζω]], Λατιν. objicere, exprobrare, ἀλκὴν μέν μοι πρῶτον ὀνείδισας Ἰλ. Ι. 34, πρβλ. Ὀδ. Σ. 380, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 716, Ἡρόδ. 1. 41. αἰσχύνομαί σοι ταῦτ’ ὀνειδίσαι Αἰσχύλ. Χο. 917˙ ἃ δ’ εἰς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας Εὐρ. Μήδ. 547˙ ὀν. φόνον τινὶ Δημ. 533. 26 [[ὡσαύτως]], ὀν. τι εἴς τινα Σοφ. Ο. Κ. 754, Φιλ. 523˙ ― μετὰ ἐξηρτημένης προτάσεως ἀντὶ τῆς αἰτ., Ἀγαμέμνονι. ὀνειδίζων, ὅτι..., Ἰλ. Β. 255, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, κ. ἀλλ.˙ ὀν. τινι, ὡς..., Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 8˙ τινί, [[διότι]]..., Πολύβ. 28. 4, 11˙ ― ἢ μετ’ ἀπαρεμφ., εἴ τίς τῳ ὄν. φιλοκερδεῖ [[εἶναι]] Πλάτ. Ἱππαρχ. 232C˙ ὀν. αὐτῷ τετρῆσθαι τὰ ὦτα Διογ. Λ. 2. 50. ― τελευταῖον, [[ἄνευ]] τῆς δοτ. τοῦ προσώπου, ὀνειδιῶν τι τῶν [[πάρος]] κακῶν Σοφ. Ο. Τ. 1423, πρβλ. 441. ― Παθ., ψέγομαι, κατηγοροῦμαι διά τι, καὶ σχεδὸν δὴ πάντα... οὐκ ὀρθῶς ὀνειδίζεται Πλάτ. Τίμ. 86D. ΙΙ. παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγμ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], ἐπιπλήττω, ἐπιτιμῶ, 1) μετὰ δοτ. προσ., Ἰλ. Β. 255, κτλ., Λυσ. 179. 17˙ τινὶ [[περί]] τινος Ἡρόδ. 4. 79˙ τινί τινος 1. 90 (ἀλλὰ μετὰ διαφ. γραφ. τοῦτο)˙ τινὶ ἔς τι 8. 92. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον Ἰλ. Α. 211˙ νείκει ὀνειδίζων Η 95˙ τοιαῦτ’ ὀνειδίζεις με Σοφ. Ο. Κ. 1002, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε˙ [[ὡσαύτως]], ἐπειδή... τυφλόν μ’ ὠνείδισας (δηλ. [[ὄντα]]), μὲ ἔψεξας ὅτι εἶμαι [[τυφλός]], μὲ ὕβρισας, Σοφ. Ο. Τ. 412. ― Παθ., ὀνειδίζομαι, ψέγομαι, κατηγοροῦμαι, ἔκ τινος Εὐρ. Τρῳ. 936˙ εἴς τι Διόδ. 20. 62˙ τινὶ ἤ τι, διά τι [[πρᾶγμα]], Στοβ. 228. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly