3,277,700
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφέλκω''': Ἰων. ἐπέλκω: μέλλ. ἐφέλξω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 632: ἀλλ’ ὡς ἀόρ. α΄ ἐν χρήσει [[εἶναι]] τὸ ἐφείλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]]). Σύρω κατόπιν μου, [[σύρω]], ἐπ. τὰς οὐράς, ἐπὶ προβάτων μακρὰς ἐχόντων τὰς οὐράς, Ἡρόδ. 3. 113· τὴν ἀδελφεὴν… ἐπ’ [[ὕδωρ]] ἔπεμπον [[ἄγγος]] ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν [[λίνον]] ὁ αὐτ. 5. 12· [[ναῦς]] ὡς ἐξέλξω, θὰ «ῥυμουλκύσω», Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Θουκ. 4. 26· ἐφ. [[ξύλον]], ἐπὶ ξύλου προσδεδεμένου εἰς τὸν [[πόδα]], Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1· τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια, ἐπὶ ἀρρώστων τροφιῶν ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· ἐφ. τὰ ἰσχία [[αὐτόθι]] 6. 2) [[ἕλκω]], [[σύρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἢ κατόπιν μου (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 4), πολλὰς ἐφέλκων ξυμφορὰς ἀμηχάνους Εὐρ. Μήδ. 552· Ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου [[φάος]] Ἴων 1149, Ἡρ. Μαιν. 776· [[μήτε]] τινὰ [[ἄλλην]] αἴσθησιν ἐφέλκων μηδεμίαν | |lstext='''ἐφέλκω''': Ἰων. ἐπέλκω: μέλλ. ἐφέλξω Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 632: ἀλλ’ ὡς ἀόρ. α΄ ἐν χρήσει [[εἶναι]] τὸ ἐφείλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]]). Σύρω κατόπιν μου, [[σύρω]], ἐπ. τὰς οὐράς, ἐπὶ προβάτων μακρὰς ἐχόντων τὰς οὐράς, Ἡρόδ. 3. 113· τὴν ἀδελφεὴν… ἐπ’ [[ὕδωρ]] ἔπεμπον [[ἄγγος]] ἐπὶ τῇ κεφαλῇ ἔχουσαν καὶ ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν καὶ κλώθουσαν [[λίνον]] ὁ αὐτ. 5. 12· [[ναῦς]] ὡς ἐξέλξω, θὰ «ῥυμουλκύσω», Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Θουκ. 4. 26· ἐφ. [[ξύλον]], ἐπὶ ξύλου προσδεδεμένου εἰς τὸν [[πόδα]], Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 1· τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια, ἐπὶ ἀρρώστων τροφιῶν ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· ἐφ. τὰ ἰσχία [[αὐτόθι]] 6. 2) [[ἕλκω]], [[σύρω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἢ κατόπιν μου (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 4), πολλὰς ἐφέλκων ξυμφορὰς ἀμηχάνους Εὐρ. Μήδ. 552· Ἥλιος ἐφέλκων λαμπρὸν Ἑσπέρου [[φάος]] Ἴων 1149, Ἡρ. Μαιν. 776· [[μήτε]] τινὰ [[ἄλλην]] αἴσθησιν ἐφέλκων μηδεμίαν μετὰ τοῦ λογισμοῦ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. ἐν Φιλ. 3) [[σύρω]], καὶ μὴν [[ἐφέλκω]] καὶ ποτῆρ’ ἀσκοῦ μέτα (δηλ. ὡς εἰ ἦν ὁ ποτὴρ (τὸ [[ποτήριον]]) [[ἐφόλκιον]] τοῦ ἀσκοῦ) Εὐρ. Κύκλ. 151· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, Λουκ. ― Ἐν. χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Παθ. καὶ Μέσῳ. ΙΙ. Παθ., ἑταῖροι, οἵ μιν ἄγον δι’ ἀγῶνος ἐφελκομένοισι πόδεσσιν, τῶν ποδῶν ἐπισυρομένων ἐπὶ τῆς γῆς, ἐπὶ νεκροῦ ἀποκομιζομένου ἐκ τῆς μάχης ὑπὸ τῶν ἑταίρων, Ἰλ. Ψ. 696· τὸ δ’ ἐφέλκετο μείλινον [[ἔγχος]], δηλ. ἐσύρετο, Ν. 597· ὁ δὲ [[λίθος]] [[ὄπισθεν]] ἐπελκόμενος, συρόμενος [[ὄπισθεν]] (τῆς βάριδος), Ἡρόδ. 2. 96· τοὺς ἔρσενας τῶν καμήλων παραλύεσθαι ἐπελκομένους ὁ αὐτ. 3. 105· τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον, τοὺς περιπλανωμένους, ὁ αὐτ. 4. 203, πρβλ. Πολύβ. 9. 40, 2. 2) προσελκύομαι, Ὁμ. Ὕμν. 18. 9· [[μηδὲ]]… τούτῳ ἐφέλκεσθε Θουκ. 1. 42. ΙΙΙ. Μέσ., ὡς τὸ ἐνεργ., [[σύρω]], χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται (δηλ. τὸν [[πόδα]]) Πλάτ. Νόμ. 795Β· [[τἆλλα]] ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 544Ε. 2) [[ἕλκω]] πρὸς ἐμαυτόν, προσελκύω, αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα [[σίδηρος]], ἡ [[ὄψις]] τοῦ σιδήρου προσελκύει τοὺς ἄνδρας, δηλ. φέρει αὐτοὺς εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ κάμωσι χρῆσιν [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Π. 294, Τ. 13· [[ὕδωρ]] ἐπ’ ἑωυτὸν Ἡρόδ. 4. 50· ἐφ. τινὰ [[πρός]] τι Πολύβ. 9. 1 3· ἐφ. κάλλεϊ πάντας Ἀνθ. Πλαν. 288. 3) [[σύρω]], «τραβῶ», τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι Λουκ. Ἔρωτ. 16· προστιθέναι τὴν θύραν καὶ τὴν κλεῖν ἐφέλκεσθαι Λυσ. 92. 42· ἐφ. ὀφρῦς, συνοφρυοῦσθαι, Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐφ. κατὰ τῆς κεφαλῆς τὸ [[ἱμάτιον]] Πλουτ. Καῖσ. 66. 4) [[ἐπιφέρω]] ἀποτελέσματα, πόλλ’ ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ Εὐρ. Μήδ. 462· ὃ καὶ [[σίδηρον]] ἀγχόνας τ’ ἐφ. ὁ αὐτ. παρὰ Στοβ. 3. 36, στ. 26· τοὔμπαλιν οὐ βούλονται ἐφ. Ξεν. Κύρ. 8. 4, 32· πρβλ. ἀνωτ. 1. 2, 5) ἀξιῶ δι’ ἐμαυτόν, οἰκειοποιοῦμαι, ἀλλότριον [[κάλλος]] Πλάτ. Γοργ. 465Β· Μοῦσαν ὀθνείην Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 22. 4. 6) [[σύρω]] κατόπιν μού τινα ὡς ὑποδεέστερον, δηλ. ὑπερτερῶ, τινα κάρτεϊ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1162. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐφέλκω]], ιων. τ. ἐπέλκω)<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[κάτι]] [[πίσω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σέρνοντας («ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]]) [[ρυμουλκώ]] («ναῡς ὥς ἐφέλξω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) [[σέρνω]] τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]] («ἐφέλκων [[ἄλλην]] αἴσθησιν | |mltxt=(Α [[ἐφέλκω]], ιων. τ. ἐπέλκω)<br />[[σύρω]], [[τραβώ]] [[προς]] το [[μέρος]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[κάτι]] [[πίσω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] σέρνοντας («ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[πλοίο]]) [[ρυμουλκώ]] («ναῡς ὥς ἐφέλξω», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους) [[σέρνω]] τα πόδια (α. «τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «ἐφελκομένοισι πόδεσσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] [[μαζί]] μου, [[παρασύρω]] («ἐφέλκων [[ἄλλην]] αἴσθησιν μετὰ τοῦ λογισμοῡ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐφέλκομαι</i><br />παρασύρομαι<br /><b>7.</b> [[αποτελειώνω]] [[ποτό]], [[κατεβάζω]] [[μονορούφι]] («καὶ μὴν [[ἐφέλκω]] καὶ ποτῆρ' ἀσκοῡ [[μέτα]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[αναβάλλω]], [[παρατραβώ]] («ἐφελκῡσαι πλείους ἡμέρας», Θεόφρ.)<br /><b>9.</b> (γ' πρόσ. παθ.) <i>ἐφέλκεται</i><br />(για πληρωμές) καθυστερείται<br /><b>10.</b> (ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>τὰ ἐφελκόμενα</i><br />τα καθυστερούμενα<br /><b>11.</b> (αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ.) <i>οἱ ἐπελκόμενοι</i><br />(στον στρατό) οι στρατιώτες που αποσπώνται από την [[ομάδα]] και μένουν [[πίσω]], οι βραδυπορούντες («τοὺς ὑπολειπομένους καὶ ἐπελκομένους ἐφόνευον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἐπελκομένη [[προθυμία]]» — η καθυστερημένη, η αργοπορημένη [[προθυμία]]<br /><b>13.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι («[[μηδέ]]... τούτῳ ἐφέλκεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (μέσ. ως ενεργ.) α) [[σύρω]] («χωλαίνει καὶ ἐφέλκεται [τὸν [[πόδα]]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) [[σύρω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου, [[προσελκύω]] («ἐφέλκεται ἄνδρα [[σίδηρος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) (για πράγματα) [[τραβώ]], [[φέρνω]] [[προς]] το [[μέρος]] μου («τὴν θύραν ἐφελκύσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> «ἐφέλκομαι τὰς ὀφρῡς» — [[συνοφρυώνομαι]]<br /><b>16.</b> <b>μέσ.</b> α) <b>μτφ.</b> συνεπάγομαι [[κακά]], [[επιφέρω]] δυσάρεστα αποτελέσματα («ἐφέλκεται κινδύνους», Ισοκρ.)<br />β) [[αξιώνω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[θεωρώ]] δικό μου, [[οικειοποιούμαι]] («ἐφέλκεται ἀλλότριον [[κάλλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) [[σύρω]] κάποιον [[πίσω]] μου ως κατώτερο, [[υπερτερώ]]<br />δ) <b>γραμμ.</b> [[έλκω]], [[τραβώ]] στο [[τέλος]] της λέξεως, τίθεμαι ως [[επίθημα]] («τὸ νῡ δι' εὐφωνίαν ἐφέλκεται», Δημήτρ.)<br /><b>17.</b> <b>φρ.</b> «ἐφέλκομαι [[ἄσθμα]]» — [[παίρνω]] [[βαθιά]] [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἕλκω]].<br />ἐφελκῶ, -όω (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[ἐφέλκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[εφέλκω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |