Anonymous

ὄθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄθομαι''': ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[προσέχω]], [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον [[ἦτορ]], ἶσον ἐμοὶ [[φάσθαι]] Ο. 166, 182· [[μετὰ]] μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. προσ., [[σέθεν]] δ’ ἐγὼ οὐκ [[ἀλεγίζω]], οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος, δέν σε [[λογαριάζω]] [[οὔτε]] [[προσέχω]] εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ [[φροντίζω]], οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· [[οὕτως]], Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ὀθεύω]], ὀθέω, καὶ ὄθη, [[φροντίς]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὄθμα]]).
|lstext='''ὄθομαι''': ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., [[προσέχω]], [[φροντίζω]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, «[[λογαριάζω]]», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον [[ἦτορ]], ἶσον ἐμοὶ [[φάσθαι]] Ο. 166, 182· μετὰ μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. προσ., [[σέθεν]] δ’ ἐγὼ οὐκ [[ἀλεγίζω]], οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος, δέν σε [[λογαριάζω]] [[οὔτε]] [[προσέχω]] εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ [[φροντίζω]], οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· [[οὕτως]], Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ὀθεύω]], ὀθέω, καὶ ὄθη, [[φροντίς]]· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ὄθμα]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly