ὄθομαι
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
only pres. and impf., take heed, Hom. only in Il., and always with neg.: abs., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ' ὄθεται Il.15.107: c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ ἶσον ἐμοὶ φάσθαι ib.166, cf. 182: with part. for inf., ὃς οὐκ ὄθετ' αἴσυλα ῥέζων 5.403: c. gen. pers., regard, σέθεν.. οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος 1.181; ἐμεῖο οὐκ ὄθεται A.R.3.94, cf. 1.1267. (Cf. ὀθεύει, ὀθέω, ὄθη.)
German (Pape)
[Seite 296] Rücksicht nehmen, sich kümmern; bei Hom. immer mit der Negation; absol., οὐκ ἀλεγίζει, οὐδ' ὄθεται, Il. 15, 107; c. inf., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ, ἶσον ἐμοὶ φάσθαι, 15, 166. 182; c. partic., οὐκ ὄθετ' αἴσυλα ῥέζων, er scheu't sich nicht, Frevelhaftes zu thun, 5, 403; c. gen., οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος, ich kümmere mich nicht um den Zürnenden, achte seiner nicht, 1, 181; auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1267. 3, 94. – Vgl. übrigens Buttm. Lexil. I, 270.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. 3ᵉ sg. ὤθετο;
s'agiter pour ; s'inquiéter, se préoccuper, d'ord. avec une nég. abs. οὐδ' ὄθεται IL et il ne s'inquiète pas ; οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος IL je ne m'inquiète pas de sa colère ; οὐκ ὄθεται φάσθαι IL (ton cœur) ne craint pas de dire ; avec un part. : οὐκ ὄθεται ῥέζων IL il ne craint pas de faire.
Étymologie: R. Ὀθ, agiter ; cf. ὠθέω.
Russian (Dvoretsky)
ὄθομαι: (только praes. и impf.)
1 беспокоиться, тревожиться, заботиться: οὐκ ὄθομαι κοτέοντος Hom. меня не беспокоит его гнев;
2 опасаться, страшиться: οὐκ ὄθετ᾽ αἴσυλα ῥέζων Hom. он не боится совершать преступления.
Greek (Liddell-Scott)
ὄθομαι: ἀποθετ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατ., προσέχω, φροντίζω, μεριμνῶ περί τινος, «λογαριάζω», Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ἰλ. καὶ ἀείποτε μετ’ ἀρνήσεως· ἀπολ., οὐκ ἀλεγίζει οὐδ’ ὄθεται Ἰλ. Ο. 107· μετ’ ἀπαρ., οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ, ἶσον ἐμοὶ φάσθαι Ο. 166, 182· μετὰ μετοχ. ἀντὶ ἀπαρ.·, ὅς οὐκ ὄθετ’ αἴσυλα ῥέζων Ε. 403· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., σέθεν δ’ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω, οὐδ’ ὄθομαι κοτέοντος, δέν σε λογαριάζω οὔτε προσέχω εἰς τὴν ὀργήν σου, «σοῦ δὲ ἐγὼ οὐ λόγον ποιοῦμαι, οὐ φροντίζω, οὐδὲ ἐπιστροφὴν ποιοῦμαι ὀργιζομένου» (Σχόλ), Α. 181· οὕτως, Ἀπολλ. Ρόδ., ἐμεῖο οὐκ ὄθεται Γ. 94, πρβλ. Α. 1267. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ὀθεύω, ὀθέω, καὶ ὄθη, φροντίς· πρβλ. ὡσαύτως ὄθμα).
English (Autenrieth)
ὄθεται, ipf. ὄθετ(ο): always w. neg., not to heed, trouble oneself or care about, τινός, also abs., and w. inf. or part., Il. 5.403.
Greek Monotonic
ὄθομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., φροντίζω για, αναλαμβάνω τη φροντίδα, προσέχω, επιμελούμαι, πάντοτε με άρνηση, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: about to attend, to turn to, to take heed, only with negation (Il., A. R.).
Other forms: only presentstem (except ὄθεσαν ἐπεστράφησαν H.). From H.: ὀθέων φροντίζων, ὄθη φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος and ὄθεσαν (s. above).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Not well explained (on the ο-vowel Schwyzer 721). Several proposals, al at best hypothetic: to Goth. ga-widan etc (Fick BB 28, 106; negative WP. 1, 256); to ὀθεύει ἄγει, φροντίζει H., Lith. vedù lead, bring etc. (Lagercrantz KZ 35, 271; negative WP. 1, 255); to ἔθων (s.v.), ὠθέω, ἔθειρα (Frisk, s. v.). Cf. also νωθής.
Middle Liddell
ὄθομαι, only in pres. and imperf.]
Dep. to care for, take heed, regard, reck, always with a negat., Hom.
Frisk Etymology German
ὄθομαι: {óthomai}
Forms: nur Präsensstamm (bis auf ὄθεσαν· ἐπεστράφησαν H.)
Grammar: v.
Meaning: etwa ‘sich kümmern, sich an etwas kehren, sich scheuen’, nur mit Negation (Il., A. R.).
Derivative: Daneben aus H.: ὀθέων· φροντίζων, ὄθη· φροντίς, ὤρα, φόβος, λόγος und ὄθεσαν (s. oben).
Etymology : Nicht sicher erklärt (zum ο-Vokal Schwyzer 721). Mehrere Vorschläge, alle bestenfalls hypothetisch: zu got. ga-widan usw. (Fick BB 28, 106; ablehnend WP. 1, 256); zu ὀθεύει· ἄγει, φροντίζει H., lit. vedù leiten, führen usw. (Lagercrantz KZ 35, 271; ablehnend WP. 1, 255); zu ἔθων (s.d.), ὠθέω, ἔθειρα (Frisk, s. ebd.). Vgl. auch νωθής.
Page 2,355