3,277,301
edits
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμῑλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]], [[συναναστροφή]], [[κοινωνία]], [[συντροφία]], Λατ. commercium, ἔσθ’ ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδὲν Αἰσχύλ. Θήβ. 599· τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 39, κτλ.· - ὁμ. τινός, [[κοινωνία]] ἢ [[σχέσις]] μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 174· τινὶ ὁ αὐτ. 5. 92, 6 [[πρός]] τινα Σοφ. Φ. 70, Πλάτ. Συμπ. 203α, κ. ἀλλ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμ., τῆς συναναστροφῆς μου, Ἀριστοφ. Πλ. 776· ἡ σὴ ὁμ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283D· ὁμ. χθονός, [[σχέσις]], συγκοινωνία μετά τινος χώρας, Εὐρ. Φοίν. 1408· ἔχειν ὁμ. ἔν τισι, τὸ ζῆν, διάγειν [[μεταξύ]] τινων, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1622· ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινὶ Σοφ. Ο. Τ. 1489· [[πολιτεία]] καὶ ὁμ., [[δημόσιος]] καὶ ἰδιωτικὸς [[βίος]], Θουκ. 1. 68· ἐξ ὁμιλίας, διὰ λόγου, διὰ πειθοῦς, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Δημ. 1466. 2· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 16, 1, Πλάτ., κλ.· Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, συναναστροφαὶ ἢ [[σχέσις]] | |lstext='''ὁμῑλία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις [[ὁμοῦ]], [[συναναστροφή]], [[κοινωνία]], [[συντροφία]], Λατ. commercium, ἔσθ’ ὁμιλίας κακῆς κάκιον οὐδὲν Αἰσχύλ. Θήβ. 599· τὸ ξυγγενές τοι δεινὸν ἢ θ’ ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 39, κτλ.· - ὁμ. τινός, [[κοινωνία]] ἢ [[σχέσις]] μετά τινος, Ἡρόδ. 4. 174· τινὶ ὁ αὐτ. 5. 92, 6 [[πρός]] τινα Σοφ. Φ. 70, Πλάτ. Συμπ. 203α, κ. ἀλλ.· τοὺς ἀξίους δὲ τῆς ἐμῆς ὁμ., τῆς συναναστροφῆς μου, Ἀριστοφ. Πλ. 776· ἡ σὴ ὁμ. Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 283D· ὁμ. χθονός, [[σχέσις]], συγκοινωνία μετά τινος χώρας, Εὐρ. Φοίν. 1408· ἔχειν ὁμ. ἔν τισι, τὸ ζῆν, διάγειν [[μεταξύ]] τινων, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1622· ἐλθεῖν εἰς ὁμιλίαν τινὶ Σοφ. Ο. Τ. 1489· [[πολιτεία]] καὶ ὁμ., [[δημόσιος]] καὶ ἰδιωτικὸς [[βίος]], Θουκ. 1. 68· ἐξ ὁμιλίας, διὰ λόγου, διὰ πειθοῦς, ἀντίθετον τῷ βίᾳ, Δημ. 1466. 2· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 7. 16, 1, Πλάτ., κλ.· Ἑλληνικαὶ ὁμιλίαι, συναναστροφαὶ ἢ [[σχέσις]] μετὰ τῶν Ἑλλήνων, Ἡρόδ. 4. 77· ἐνδίκοις ὁμ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 966· αἱ ... συγγενεῖς ὁμ., σχέσεις μετὰ συγγενῶν, Εὐρ. Τρῳ. 5· χρῆσθαι ὁμιλίαις κακαῖς Πλάτ. Πολ. 550Β· αἱ τῶν ἀνθρώπων ὁμ. καὶ αἱ τῶν πραγμάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 13, κτλ. 2) [[μῖξις]] σαρκικὴ ἢ [[συνουσία]], Ἡρόδ. 1. 182, Ξεν. Συμπ. 8, 22, Ἀπομν. 3. 11, 14, κτλ.· νυμφικαὶ ὁμ. Εὐρ. Ἑλ. 1400· ὁμ. τῶν ἀφροδισίων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 2· ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας ἢ τῶν ἀρρένων ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8. 7. 3) [[ὁμιλία]], [[συνομιλία]], [[λόγος]], συνδιάλεξις, τῆς κοινῆς ... ὁμιλίας, τοῦ κοινοῦ ἐν χρήσει λόγου, Ἐρωτιαν. σ. 2, Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33, 14, κλ. 4) [[παίδευσις]], [[διδασκαλία]], Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 6 καὶ 15· [[μάθημα]], «[[παράδοσις]]», [[διδασκαλία]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 19· καὶ παρ’ Ἐκκλ., [[λόγος]], [[κήρυγμα]], [[ὁμιλία]]. 5) ὁμιλέειν ὁμιλίῃ, κατέχειν τι διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787. 6) ἡ ὁμ. τοῦ ὀνόματος, ἡ κοινή, [[συνήθης]] [[αὐτοῦ]] [[χρῆσις]], Διογ. Λ. 10. 67. ΙΙ. [[σύλλογος]], [[ἑταιρεία]], ἀνδρῶν τῶν ἀρίστων ἐπιλέξαντες ὁμιλίην Ἡρόδ. 3. 81, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 57. 2) ἐπὶ περιληπτικῆς σημασίας, καινὴν δ’ ὁρῶσα τήνδ’ ὁμιλίαν, βλέπουσα τὴν παράδοξον ταύτην ἐπίσκεψιν ὑμῶν εἰς τὴν χώραν ταύτην, [[αὐτόθι]] 406· ἡμῶν γε ναὸς κοινόπλουν ὁμιλίαν, ἡμᾶς τοὺς συνναύτας, Σοφ. Αἴ. 872· ἀδελφῶν ἡ παροῦσ’ ὁμ. Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 581· πρβλ. Ἱππ. 19 καὶ ἴδε [[ὄνομα]] IV. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |